Η δεκαετία του ’60 δεν θεωρείται εποχή ευμάρειας για την Ελλάδα. Τουναντίον μάλιστα, είναι μια δεκαετία που σφραγίστηκε με την μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική. Τα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, γιγαντώθηκαν από μεγάλα ρεύματα επαρχιωτών που συνέρρεαν εκεί προς εύρεση εργασίας, ενώ η Γερμανία ήταν ο προσφιλέστερος προορισμός για τους νεότερους που άντεχαν την σκληρή δουλειά στα εργοστάσια.
Στο χωριό μοναδικό προϊόν καλλιέργειας ήταν τα καπνά, που όμως πουλιούνταν σε πολύ χαμηλή τιμή, έτσι ο καπνοπαραγωγός δύσκολα αντιμετώπιζε τις ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας με τα χρήματα που εισέπραττε, άσε που ήταν μονίμως χρεωμένος. Η φτώχεια και η μιζέρια ήταν ορατή παντού: στα μισογκρεμισμένα σπίτια, στο φτωχικό ντύσιμο, στην αδυναμία των παιδιών. Και στις πολυπληθείς οικογένειες αυτό γινόταν περισσότερο φανερό. Δύσκολα μπορούσαν να χορτάσουν τόσα στόματα. Παιδιά ορφανά από έναν γονιό στέλνονταν στο ορφανοτροφείο, κάποιες κοπέλες πήγαιναν ως υπηρέτριες σε σπίτια πλουσίων στις πόλεις, κι εκεί συχνά έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης, το βλέπουμε άλλωστε και στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Μια ανάσα ανοκούφισης στα φτωχά,αδύνατα και πεινασμένα παιδιά ήταν οι κατασκηνώσεις. Ηταν μια φυγή, έστω περιορισμένη, είκοσι ημερών από το φτωχικό περιβάλλον σε ένα κοινόβιο, όπου η αλλαγή κλίματος σε συνδυασμό με την σωστή και επαρκή διατροφή μπορούσαν να τα δυναμώσουν.
Κατασκηνώσεις υπάρχουν και σήμερα, ως γνωστόν, και πάρα πολλά παιδιά πηγαίνουν εκεί το καλοκαίρι, έναντι αδρής αμοιβής μάλιστα. Μόνο που οι λόγοι σήμερα είναι διαφορετικοί και τα ωφέλη πολλά: το παιδί ανακαλύπτει καλύτερα τον εαυτό του, γίνεται πιο ανεξάρτητο, μαθαίνει να αντιμετωπίζει πολλούς από τους φόβους του, κοινωνικοποιείται, εκπαιδεύεται σε κανόνες και όρια, μαθαίνει να αυτοεξυπηρετείται, δημιουργεί νέες φιλίες, αποκτά νέες εμπειρίες.
Εκείνη την εποχή όμως τα ωφέλη αυτά ήταν σε δεύτερη μοίρα, προείχε η επιβίωση και η βελτίωση της υγείας των ασθενικών παιδιών. Αλλά, «ου παντός πλειν εις Κόρινθον», έλεγαν οι αρχαίοι, δηλ. δεν μπορούσε ο καθένας να στείλει το παιδί του στην κατασκήνωση, όσο και να το ήθελε ο ίδιος ή το παιδί. Η επιλογή γινόταν από ειδικούς, μάλλον τον νομίατρο, που επισκεφτόταν κατά την Ανοιξη το σχολείο και σε συνεργασία με τους δασκάλους, που ήταν γνώστες του βιοτικού επιπέδου του κάθε παιδιού, επέλεγαν τους «τυχερούς». Ο γιατρός εξέταζε τα παιδιά πιάνοντάς τους το λαιμό, γιατί τότε η αδενοπάθεια είχε την τιμητική της, και έχοντας και τη σχετική πληροφόρηση από τον δάσκαλο ότι το παιδί ήταν ιδιαίτερα φτωχό, το επέλεγε.
Ως παιδί επιθυμούσα διακαώς να πάω κατασκήνωση. Η κοντινότερη κατασκήνωση ήταν αυτή της Χρυσοπηγής, κοντά στις Σέρρες και σε υψόμετρο 600μ. Ηθελα να ξεφύγω από το χωριό, να γνωρίσω νέες εμπειρίες, να ζήσω σε ένα άλλο περιβάλλον μόνη, χωρίς την επίβλεψη των γονιών. Διακοπές η οικογένειά μου έτσι κι αλλιώς μας παρείχε πρώτα στη Μούκλιανη ,και μετά αναβαθμιζόμενοι, στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος ή στο Σταυρό για μπάνια. Ομως το να ζήσω μόνη σε ένα περιβάλλον με πολλούς συνομήλικους ήταν για μένα σφοδρή επιθυμία. Έτσι, κάθε χρόνο, όταν ερχόταν ο γιατρός στο σχολείο για την επιλογή, ευελπιστούσα ότι θα ήμουν κι εγώ μέσα στους επιλεγέντες. Άλλωστε πληρούσα πολλές από τις προϋποθέσεις: και αδύνατη ήμουν και αρρώσταινα συχνά από τις αμυγδαλές μου – όμως είχα την «ατυχία» να μην είμαι φτωχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήμουν πλούσια. Την ώρα που ο γιατρός μας εξέταζε, τον κοίταζα με ένα ικετευτικό βλέμμα μήπως και με λυπηθεί και με βάλει στον κατάλογο. Μεγάλη ήταν η αγωνία μου μέχρι να μάθω τα αποτελέσματα, σαν να έδινα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο ή σαν να επρόκειτο να προσληφθώ σε μια θέση που ήταν για μένα ζήτημα ζωής ή θανάτου! Φαντάζεστε την απογοήτευσή μου όταν μάθαινα ότι ούτε και εκείνη την χρονιά είχα επιλεγεί. Με τι φθόνο έβλεπα τα παιδιά που είχαν επιλεγεί, θεωρώντας τα ιδιαίτερα τυχερά. Και όταν επέστρεφαν από την κατασκήνωση τα ρωτούσα συνέχεια για το πώς ήταν, τι έκαναν, πώς πέρασαν…
Και τι δεν θα έκανα για να είμαι στη θέση τους… Παρόλο που ήμουν ολιγόφαγο παιδί και δεν έτρωγα πολλά από τα φαγητά, ωστόσο ήμουν αποφασισμένη να υποστώ πολλές θυσίες, αν πήγαινα κατασκήνωση: και γάλα να πιω, που δεν έχω πιει ποτέ στη ζωή μου, και τραχανά, μπληγούρι ή γριβάδι να φάω, κι ας μην τα είχα δοκιμάσει μέχρι τότε. Γιατί οι αφιχθέντες κατασκηνωτές διηγούνταν πως οι ομαδάρχες ήταν πολύ αυστηροί και επέβαλαν στα παιδιά να τρώνε όλο το φαγητό. Δεν θα με πείραζε ακόμα ούτε το πρωινό ξύπνημα μέ το καμπανάκι, κι ας ήμουν μαχμουρλού και δύσκολα ξυπνούσα το πρωί, ούτε η υποχρέωση να στρώνω το κρεβάτι μου και να ταχτοποιώ τα πράγματά μου, κάτι βέβαια που δεν είχα κάνει ποτέ. Αρκεί να πήγαινα κατασκήνωση. Ο τόπος αυτός, η Χρυσοπηγή, είχε πάρει μυθικές διαστάσεις στο παιδικό μου μυαλό, ήταν ο Παράδεισος που στερούμουν, και μη σας φανεί περίεργο, γιατί ζούσαμε σε περιβάλλον τελείως στερητικό παραστάσεων. Το μόνο μας «ταξίδι» ήταν η μετάβασή μας στις Σέρρες, κυρίως για κάποιον ειδικό γιατρό, γιατί ο Μίμης μια χαρά έκανε τη δουλειά του, και η Θεσσαλονίκη, που με πήρε η θεία μου η Μαρίκα μια φορά για μερικές μέρες να δω την Έκθεση. Άλλες παραστάσεις από άλλα μέρη δεν είχα. ‘Ομως, δυστυχώς, ποτέ δεν επιλέχτηκα για την κατασκήνωση…
Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα αργότερα, αφού τελείωσα το Δημοτικό, όταν ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Πήγα επιτέλους κατασκήνωση! Όχι ως κατασκηνώτρια, αλλά,ακόμα καλύτερα, ως ομαδάρχισσα! Φυσικά και αυτό το πόστο δεν ήταν εύκολο να το καταλάβει κανείς, χρειάστηκε μέσον: Κάποιος γνωστός του πατέρα μου εργαζόταν στην Πρόνοια και εκείνος μεσολάβησε να πάω κατασκήνωση!
Φανταστείτε τη χαρά μου. Ο πόθος μου έπαιρνε σάρκα και οστά. Για μέρες ετοίμαζα το βαλιτσάκι μου: τα ρούχα, τα βιβλία, καλλυντικά, ό,τι τέλος πάντων θα μου ήταν απαραίτητο στην πρώτη μου διαμονή έξω από το σπίτι μου. Έφτασε η πολυπόθητη μέρα και πραγματικά η εμπειρία ήταν υπέροχη. Ήμουν ομαδάρχισσα, που σημαίνει ότι είχα εξουσία σε μια ομάδα κατασκηνωτών. Έλεγχα αν έστρωναν τα κρεβάτια, αν είχαν τακτοποιημένα τα πράγματά τους στη βαλίτσα, αν ήταν καθαροί, αν έτρωγαν το φαγητό στην τραπεζαρία, αν μετά το σιωπητήριο μεσημέρι και βράδυ ήταν στα κρεβάτια χωρίς να ακούγεται κιχ, ήμουν εν ολίγοις μια μικρή μανούλα, αλλά αυστηρή. Είχα πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο μου και εργαζομουν με πολλή υπευθυνότητα. Όταν πια βεβαιωνόμασταν ότι όλα στον θάλαμο ήταν καλά και τα παιδιά κοιμούνταν, οι ομαδάρχες συγκεντρωνόμασταν στην τραπεζαρία και μιλούσαμε, λέγαμε ιστορίες, γελούσαμε, φλερτάραμε. Ήταν μια όμορφη ανέμελη εφηβική περίοδος. Μετρούσα τις μέρες μία μία με την αντίθετη αγωνία του φαντάρου: εγώ δεν ήθελα να τελειώσουν. Κάποια στιγμή μου ήρθε η φαεινή ιδέα μήπως θα μπορούσα να παρατείνω την παραμονή μου εκεί και την επόμενη κατασκηνωτική περίοδο, δηλαδή άλλες είκοσι μέρες. Ρώτησα προς τούτο τον αρχηγό της κατασκήνωσης, που ήταν ένας από τους δασκάλους του σχολείου μας, ο κ. Διαμαντής, και προς μεγάλη μου χαρά μου το επέτρεψε!
Ετσι, την επόμενη Κυριακή αποχαιρέτησα την ομάδα μου που έφευγε και υποδέχτηκα την καινούρια. Όμως όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Την επόμενη μέρα κατά το μεσημεράκι ακούω από τα μεγάφωνα της κατασκήνωσης να καλούν την αφεντιά μου να προσέλθω στο γραφείο του Αρχηγού. Γεμάτη αγωνία μπαίνω μέσα και τι να δω: την μητέρα μου! Η οποία, όταν είδε ότι δεν επέστρεψα στο χωριό με τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής, αγκάζαρε τον Βασίλη Οικονόμου με το ταξί του και ήρθαν να με πάρουν. Ο λόγος; Είχαν αρχίσει να σπάζουν τα καπνά και εγώ ήμουν ένα πολύ καλό και γρήγορο χέρι για το μπούρλιασμα. Περνούσα 20 -25 σαρίκια την ημέρα, το χέρι μου πήγαινε σαν μηχανή, εγώ «σήκωνα» όλο το καπνό. Όπως είναι φυσικό, τέτοιον εργάτη δεν τον αφήνεις να παραθερίζει…
Αδυνατώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου, τα αιμοβόρα ένστικτά μου εναντίον της μητέρας μου. Εκλαψα, παρακάλεσα, τίποτε, ανένδοτη. Με την ουρά στα σκέλια μάζεψα τα υπάρχοντά μου, αποχαιρέτησα τους φίλους και κλαίγοντας μπήκα στο ταξί, έχοντας πλήρη επίγνωση του καλοκαιριού που με περίμενε: όλη μέρα μπροστά στα μισητά καπνά με μια βελόνα στο χέρι, το ραδιόφωνο δίπλα και τις θύμισες από την κατασκήνωση…