Πρώτα ήρθε η τηλεόραση για να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο μας που μέχρι τότε τον γέμιζε η ανάγνωση βιβλίων. Και ύστερα ήρθε ο υπολογιστής… Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η δική μου γενιά πέρασε την παιδική ηλικία και την εφηβεία χωρίς τηλεόραση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθώ από τα 8-9 και μετά σε φανατικό αναγνώστη, πρώτα παραμυθιών και στη συνέχεια λογοτεχνικών βιβλίων. Με συγκινούσε ιδιαίτερα το μαρτύριο των μαύρων στην Αμερική, όπως περιγράφονταν σπαραξικάρδια στην «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά». Αφθονο κλάμα έρριξα και στους «Αθλίους», που ο καημένος ο Γιάννης Αγιάνης για ένα καρβέλι ψωμί καταδιωκόταν χρόνια ολόκληρα από τον εκδικητικό Ιαβέρη. «Γύρισα» τον κόσμο σε 80 μέρες και «κατέβηκα» 20.000 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα παρέα με τον κάπταιν Νέμο του Ιουλίου Βέρν…

Θέλοντας να διαβάσω όλο και περισσότερα βιβλία, αντάλλασσα με τις φίλες μου τα περίφημα ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ και αργότερα δανειζόμουν από τη Δημοτική Βιβ λιοθήκη: Κρόνιν, Στάιμπεκ, αλλά και ο γαργαλιστικός Καραγάτσης, Μυριβήλης, Λουντέμης, Βενέζης. Όταν θέλησα να εντρυφήσω στη φιλοσοφία – και να πουλήσω πνεύμα στους συνομήλικούς μου-αλίευα φράσεις από την Ασκητική του Καζαντζάκη, του οποίου φυσικά είχα διαβάσει όλα τα βιβλία: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»… Ώρες ατελείωτες στο διάβασμα ως αργά τη νύχτα. Ξεκινούσα ένα βιβλίο και καθώς με συνέπαιρνε, δεν το έκλεινα πριν φτάσω στο τέλος.

Μετά την εφηβεία ήρθε η τηλεόραση. Σαγηνευτική, κι εγώ αρκετά διαβασμένη πια, οπότε μπορούσα να αφιερώσω και λίγο από τον ελεύθερο χρόνο μου στα καλέσματά της. Άλλωστε τότε, καθώς ήταν στα σπάργανά της, εξέπεμπε ελάχιστες ώρες το βράδυ και μόνο από τα δύο κανάλια της, την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ. Στη συνέχεια μπήκα στο Πανεπιστήμιο, αποφοίτησα, η δουλειά μου ως καθηγήτρια απαιτούσε έτσι κι αλλιώς αρκετό διάβασμα, άρα δεν έχασα την επαφή με το βιβλίο.

Φοβάμαι όμως ότι δεν συνέβη αυτό και με πολλούς άλλους. Αφότου η τηλεόραση μπήκε για τα καλά στη ζωή μας με την αδιάκοπη λειτουργία της και τον πλουραλισμό των καναλιών, το βιβλίο (όπως και ο κινηματογράφος στην αρχή) άρχισε να περνά την πρώτη κρίση. Τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών, φοιτητών, εργαζόμενων, συνταξιούχων απορροφούσε η τηλεόραση με την πολυπλοκότητα των προγραμμάτων της: σειρές, ενημερωτικές εκπομπές, ειδήσεις, αθλητικά, μουσικοχορευτικά προγράμματα, τηλεπαιχνίδια, πολύ πιο εύπεπτα από την ανάγνωση ακόμα και του πιο γοητευτικού βιβλίου.

Οι νεότερες γενιές, που γεννήθηκαν με την τηλεόραση, δύσκολα πείθονταν να ανοίξουν ένα εξωσχολικό βιβλίο. Η τηλεόραση κάλυπτε όλα τα κενά. Και όχι μόνο απομάκρυνε τον άνθρωπο από το διάβασμα, αλλά, αν το καλοσκεφτούμε,διέσπασε και τη συνοχή της οικογένειας. Τώρα πια όλα τα μέλη του σπιτιού δεν είναι σε ένα δωμάτιο συγκεντρωμένα και συζητώντας, όπως παλιά, αλλά ο καθένας σε άλλο χώρο παρακολουθώντας από ξεχωριστό δέκτη το σήριαλ, άλλος τα αθλητικά, τα παιδιά τα παιδικά κλπ.

Η χαριστική βολή όμως στο βιβλίο ήρθε με τον υπολογιστή. Αν η τηλεόραση τρώει πολύ από τον ελεύθερο χρόνο, ο υπολογιστής τρώει ό,τι απομένει. Και λογικό, ως ένα σημείο. Χρησιμοποιώντας μέσω του υπολογιστή το διαδίκτυο – για το οποίο τις πιο πολλές φορές χρησιμοποιούμε την αντίστοιχη ξένη λέξη INTERNET, ενώ υπάρχει ωραιότατη ελληνική – έχεις τα πάντα: άφθονη πληροφόρηση, άρα οι εγκυκλοπαίδειες είναι πια περιττές. Τα καθημερινά νέα, επομένως δεν αγοράζεις εφημερίδες. Μπορείς να μη πάς καν στον κινηματογράφο, αφού «κατεβάζεις» όποια ταινία θέλεις. Ακούς με τον ίδιο τρόπο όποια μουσική θέλεις, βλέπεις σε μεταγενέστερο χρόνο όποια τηλεοπτική εκπομπή σου ξέφυγε, μιλάς με τα αγαπημένα σου πρόσωπα όπου κι αν βρίσκονται και τα βλέπεις παράλληλα, κάνεις καινούριους φίλους με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook) και… και… και…

Πού χρόνος ή διάθεση για βιβλία… Το πολύ πολύ κάποια ελαφρά αναγνώσματα το καλοκαίρι στην παραλία. Ο λαλίστατος και «παντογνώστης» μέσος Ελληνας πρόδωσε την ίδια την πνευματικότητά του με το να διαβάζει ελάχιστα έως καθόλου. Προτιμά περισσότερο την εικόνα, τον ηχηρό τίτλο, το σύνθημα, που ξεπερνά την ανάγκη για επιχειρηματολογία. Οι μαθητές απ’την άλλη, ντοπαρισμένοι με 12 ώρες δουλειάς την ημέρα, ώστε να είναι ανταγωνιστικοί στην κούρσα των εξετάσεων, φτάνουν πια να μισούν το βιβλίο, να μισούν την ανάγνωση. Και όταν σε ένα σπίτι δεν διαβάζουν οι μεγάλοι, πώς είναι δυνατόν ένα παιδί να εθιστεί στην ανάγνωση; Πώς να κατανοήσει ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα να βλέπεις από το να διαβάζεις; Πως όταν διαβάζεις, αφήνεις χώρο στη φαντασία να δημιουργήσει, όταν βλέπεις, απλώς παθητικοποιείσαι… Και η ελληνική γλώσσα που συρρικνώνεται και αλλοιώνεται με το νέο τρόπο γραφής των νέων, τα περίφημα greeklish…

Η τεχνολογία όμως κάνει φιλότιμες προσπάθειες να διορθώσει το κακό που η ίδια επέφερε. Υπάρχει η δυνατότητα να «κατεβάσεις» ένα ολόκληρο βιβλίο στο tablet (μικρός φορητός υπολογιστής) ή στο e-book (ηλεκτρονικό βιβλίο) και ξεχνώντας τον παραδοσιακό τρόπο, να το διαβάσεις από εκεί. Ετσι οι νέοι μπορούν να αποζητήσουν και πάλι τη συντροφιά του βιβλίου με έναν τρόπο που τους είναι πολύ οικείος.

Στις προσεχείς δεκαετίες οι βιβλιοθήκες θα φαίνονται παράλογες, για να μη πω αντιοικολογικές. Καθώς δεν θα αγοράζουμε βιβλία, δεν θα υπάρχει και η ανάγκη ύπαρξης του επίπλου αυτού για την τοποθέτησή τους. Μου έκανε τεράστια εντύπωση μια διαφήμιση που είδα – ίσως ξένη, δεν θυμάμαι – όπου ένα μικρό παιδάκι παίρνοντας το βιβλίο που του χάρισαν, προσπάθησε να γυρίσει τις σελίδες με τις κινήσεις που κάνουμε στα τηλέφωνα αφής: σύρσιμο των δακτύλων πάνω στις σελίδες…

2 thoughts on “Μα πού πήγαν οι αναγνώστες;

  1. Μη νομίζεις ότι πάντα η ανάγνωση των βιβλίων κάνει καλό.Δες τον Τσίπρα.Μέχρι που διάβαζε τον Μαρξ τον Μάο και τον Τσε Γκεβάρα ήταν άσημος.Μόλις όμως αναμείχθηκε με την αναρχία και την πολιτική έγινε πρωθυπουργός,έγινε αγγλοφωνοςκαι σαλονάτος.Τώρα πετάει περιστέρια τα Θεοφάνεια ,πάει στην εκκλησία και τρώει μαύρο χαβιάρι..

    1. Η θεωρία απέχει από την πράξη παρασάγκας… Αλλά και η μελέτη του Μαρξ τον ώθησε εκεί που βρίσκεται- και η βλακεία του «σοφού» ελληνικού λαού, βεβαίως…

Comments are now closed.