Παιδί και παιχνίδι είναι δυο έννοιες απόλυτα συνυφασμένες, άλλωστε συνδέονται ετυμολογικά (παις-παίζω-παιδί-παιχνίδι). Το παιχνίδι είναι η παγκόσμια γλώσσα των παιδιών, η πιο αγαπημένη τους δραστηριότητα με τεράστια σημασία για την ανάπτυξή τους. Γιατί το παιχνίδι είναι κίνηση, χαρά, δράση, εμπειρίες, είναι ζωή.

Μέσα από το ομαδικό παιχνίδι το παιδί ζει την παιδική του ηλικία με τον καλύτερο τρόπο. Μέσα από τη δράση και τις συγκινήσεις διαμορφώνει το χαρακτήρα του, κοινωνικοποιείται, μαθαίνει να ζει με κανόνες, ωριμάζει πνευματικά και συναισθηματικά.

Σαν παιδί έπαιζα πολύ. Οι μνήμες μου πριν την ηλικία των 10 είναι περισσότερο από το δρόμο και τα παιχνίδια έξω παρά στο σπίτι. Ο ελεύθερος χρόνος ήταν πολύς και οι κίνδυνοι για τα παιδιά έξω μηδαμηνοί. Μαζευόμασταν στο σπίτι μόνο όταν νύχτωνε και κανένας δεν μας αναζητούσε. Στο μεσοδιάστημα, ίσως, και αν νοιώθαμε το αίσθημα της πείνας, μπορεί να ξεφεύγαμε για λίγο να πάμε στο σπίτι και να φάμε κάτι. Και ανακτώντας έτσι δυνάμεις, συνεχίζαμε το παιχνίδι.

Τι παιχνίδια παίζαμε έξω; Ομαδικά, πολλά από τα οποία παίζονται και σήμερα ίσως από τα παιδιά στα σχολεία. Κάποια άλλα όμως τους είναι εντελώς άγνωστα και σ’αυτά θα επικεντρωθώ συνοπτικά.

  • ΜΠΑΛΑΡΟ: Σύμφωνα με το μπαλαρό – δεν μπορώ να φανταστώ την προέλευση της λέξης-χωριζόμασταν σε δυο ομάδες, η μία στεκόταν σε δυο παράλληλες γραμμές και η άλλη ήταν ανάμεσα. Οι απέξω προσπαθούσαν να χτυπήσουν με τη μπάλα αυτούς που ήταν μέσα, που λέγονταν «πουλάκια». Καθέναν που χτυπούσαν, αποχωρούσε, μέχρι να φύγει και ο τελευταίος.
  • ΚΟΡΟΙΔΟ: Παρεμφερές με το μπαλαρό,αλλά στην περίπτωση αυτή το άτομο που ήταν μέσα και που λεγόταν κορόιδο προσπαθούσε να πιάσει την μπάλα που πετούσε η μια σειρά στην άλλη και όχι να την αποφύγει.

Ελλείψει κατασκευασμένων από τα εργοστάσια παιχνιδιών, που σπάνια είχαμε, χρησιμοποιούσαμε για το παιχνίδι φυσικά υλικά, π.χ. πέτρες, ξύλα, καρφιά κλπ.

  • ΚΟΥΤΣΟ: Ζωγραφίζαμε κάτω στο έδαφος ένα ορθογώνιο που το χωρίζαμε σε πέντε ή έξι τμήματα αριθμημένα. Χρειαζόταν ακόμη μια πλατιά πέτρα που την λέγαμε μάζα. Σέρνοντάς την με το ένα πόδι – το άλλο ήταν στον αέρα, κουτσό, προσπαθούσαμε να μπούμε μέσα στο ορθογώνιο, αλλά με προσοχή, ένα ένα τα τμήματα και χωρίς να πατήσουμε τις γραμμές και πάλι πίσω. Ήταν μια άσκηση συγκέντρωσης και ισορροπίας.
  • ΚΕΡΑΜΙΔΑΚΙΑ: Κι εδώ η πρώτη ύλη ήταν πλατιές πέτρες ή σπασμένα κεραμίδια που τα επανωτίζαμε, ώστε να σχηματίσουν έναν πύργο. Γι’αυτό και το λέγαμε και τζαμί. Σε μια μικρή απόσταση χαράζαμε μια γραμμή και ένα ένα τα άτομα της μιας ομάδας προσπαθούσαν με μια μπάλα ή μια πέτρα να ρίξουν όσα περισσότερα κεραμιδάκια μπορούσαν από τον πύργο, ενώ η άλλη ομάδα έτρεχε να τον ξαναφτιάξει πριν προλάβουν οι αντίπαλοι να αρπάξουν τα πεσμένα κεραμιδάκια. Το παιχνίδι αυτό απαιτούσε εγρήγορση, ετοιμότητα και παράλληλα ήταν άσκηση σκοποβολής.
  • ΠΕΤΡΑΔΑΚΙΑ:Και πάλι οι πέτρες έχουν τον κύριο λόγο. Απλώναμε σε μια επιφάνεια μερικά πετραδάκια σε μέγεθος καρυδιού. Πετούσαμε στη συνέχεια το ένα ψηλά και μέχρι αυτό να κατέβει, με το ίδιο χέρι μαζεύαμε από κάτω ένα ένα τα υπόλοιπα πετραδάκια. Σε δεύτερη φάση τα μαζεύαμε δυο δυο, μετά τρία τρία. Το παιχνίδι αυτό απαιτούσε ταχύτητα, κι απ’ό,τι μου είπαν οι φίλες μου, τώρα που το συζητούσαμε, εγώ σ’αυτό το παιχνίδι έδειχνα μεγάλη επιδεξιότητα.
  • ΚΑΡΦΙ: Σε μαλακό χώμα χαράζαμε έναν κύκλο, τον χωρίζαμε στη μέση και σκοπός του παιχνιδιού ήταν να καρφώσουμε το καρφί στο μέρος του αντιπάλου. Με κάθε κάρφωμα του παίρναμε και το αντίστοιχο μέρος, μέχρι που ο χώρος του περιοριζόταν στο ελάχιστο.
  • ΤΣΙΛΙΚ-ΤΣΟΜΑΚ: Αυτό παιζόταν με δυο ξύλα, ένα μεγαλύτερο και το άλλο μικρότερο. Το μικρό ξύλο ήταν τοποθετημένο στο έδαφος, συνήθως πάνω από μια λακούβα, για να διευκολύνεται το πέταγμά του, που γινόταν με το άλλο ξύλο. Οι άλλοι παίχτες προσπαθούσαν με τα δικά τους ξύλα να αποκρούσουν το ιπτάμενο. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν περισσότερο από τα αγόρια, και παρά την όποια επικινδυνότητά του, ουδέποτε οι γονείς σκέφτηκαν να το απαγορεύσουν.
  • ΤΣΕΡΚΙ: Ήταν ένα ακόμη αυτοσχέδιο παιχνίδι. Ένα στεφάνι μεταλλικό που το κύλαγαν με ένα σύρμα. Έκανε υπερβολική φασαρία πάνω στο καλντερίμι, ήταν όμως προσφιλές, κυρίως στα αγόρια.

Παίζαμε όμως και άλλα ομαδικά παιχνίδια που δεν απαιτούσαν κάποιο αντικείμενο. Το ΚΟΜΙΤΑΤΟ, για παράδειγμα, ήταν ένα είδος σημερινού κρυφτού. Χωριζόμασταν πάλι σε δυο ομάδες, η μία κρυβόταν και η άλλη έψαχνε να βρει τους κρυμμένους. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν με το σούρουπο, για να δικαιολογήσει και το όνομά του, που εμπεριέχει κάτι το επικίνδυνο, το ύποπτο, το πολεμικό. Το παίζαμε δε σε απομακρυσμένες γειτονιές, όπου υπήρχαν χαλάσματα, κι έτσι περιβαλλόταν με έναν πέπλο μυστηρίου. Εγώ το έπαιζα αυτό το παιχνίδι πολύ, ήταν από τα αγαπημένα μου και το παίζαμε πολλές φορές στη γειτονιά του Φάνταγμα, που και μόνο το επίθετο ήταν σημασιολογικά φορτισμένο με κάτι μεταφυσικό (φαντάσματα…).

Στην αυλή του σχολείου και στα διαλείμματα προσφιλή ήταν τα «ένα λεπτό κρεμμύδι», «περνά περνά η μέλισσα», «η μικρή Ελένη», αλλά όλα αυτά νομίζω είναι γνωστά και στις επόμενες γενιές και ίσως εξακολουθούν να παίζονται στα σχολεία – ευτυχώς.

Στο σπίτι, και κυρίως τους χειμώνες που το κρύο ήταν τσουχτερό, μαζευόμασταν οι φίλες και όταν δεν παίζαμε με κούκλες, παίζαμε το «πετάει πετάει» προσπαθώντας να παρασύρουμε το συμπαίκτη μας και να σηκώσει το χέρι με μια άλλη ομοιοκατάληκτη λέξη:

Πετάει πετάει το λελέκι!

Πετάει πετάει το γελέκι!

Και ο αφηρημένος συμπαίκτης λόγω κεκτημένης ταχύτητας σήκωνε το χέρι και στο δεύτερο… Παίζαμε ακόμη την κολοκυθιά, το σπασμένο τηλέφωνο, το «πάρτα όλα». Από κάποια εποχή και μετά θυμάμαι ότι οι γονείς μου μας είχαν αγοράσει κάποια επιτραπέζια παιχνίδια, όπως φιδάκι, γκρινιάρη, τρίλιζα, σκάκι και άλλα. Φτιάχναμε βέβαια και χάρτινες κατασκευές σε ελάχιστα λεπτά, όπως βαρκούλες, αεροπλανάκια, αλατιέρα. Η τελευταία είχε εσωτερικές επιφάνειες, στις οποίες γράφαμε και κάτι καλό ή κακό, χαρακτηρισμούς, κάτι μελλούμενο και ανοιγοκλείνοντας την «αλατιέρα» τόσες φορές όσες ζητούσε η φίλη μας, της λέγαμε και τι γράφει η πλευρά που άνοιξε.

Από θεάματα εννοείται ότι υπήρχε παντελής έλλειψη. Κάποιος κινηματογράφος λειτούργησε για ελάχιστο διάστημα στο παλιό σχολείο και αυτό ήταν όλο. Το «κενό» συμπλήρωσαν τα παιδιά της οικογένειας Παλάσκα, που στο φούρνο έδιναν μια αυτοσχέδια παράσταση Καραγκιόζη, αλλά οι ήρωες ήταν κάτοικοι του χωριού, τους οποίους διακωμωδούσαν, με αρκετά έξυπνο και αστείο τρόπο, οφείλω να ομολογήσω.

Τα παιδιά μεγαλώνουν με το παιχνίδι, έτσι μεγαλώσαμε κι εμείς και μετά από λίγα χρόνια τα παιχνίδια αντικαταστάθηκαν από τα λευκώματα, στα οποία απαντούσαμε σε καίρια ερωτήματα, π.χ «τι εστί έρως»κλπ. Στο μεταξύ, περνώντας τα χρόνια το επίπεδο της ζωής βελτιωνόταν και ο κάθε γονιός ήταν σε θέση να αγοράσει και κάποια παιχνιδάκια στους γόνους του. Φτάσαμε όμως πλέον σε ένα σημείο που τα παιδιά να έχουν περισσότερα παιχνίδια από αυτά που μπορούν να οικειοποιηθούν και να αγαπήσουν, από όσα μπορούν να χρησιμοποιήσουν, με αποτέλεσμα να μη νοιώθουν ίσως χαρά για το καινούριο, γιατί έχει επέλθει ο κορεσμός.

Παρατηρείται ακόμη σήμερα μια ποιοτική αλλαγή του παιχνιδιού. Είναι ο μοντέρνος «εισβολέας», το ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου η έννοια του παιχνιδιού από το δρόμο και τα πάρκα έχει μεταφερθεί στην οθόνη του υπολογιστή. Και ίσως τα παιχνίδια αυτά να είναι διασκεδαστικά, αλλά πολλά από αυτά εμπεριέχουν βία, εικονικούς σκοτωμούς, που αμβλύνουν τα συναισθήματα φρίκης που θα ένοιωθε κάποιος μπρος στη βία. Επιπλέον είναι παιχνίδια που δεν συμβάλλουν στην κοινωνικοποίηση, γιατί, ακόμα κι αν το παιδί  βρίσκεται δίπλα δίπλα με άλλους συνομήλικούς του, η μόνη κουβέντα που ανταλλάσσουν είναι «εσύ, τι σκορ έφερες;». Για να μην πάμε στα κινητά τελευταίας γενιάς, που είναι ένας μικρός υπολογιστής, και μπορεί να περάσει κανείς με ένα τέτοιο στο χέρι παίζοντας όλη μέρα…

Χαρακτηριστική είναι μια γελοιογραφία που είδα πρόσφατα και με εντυπωσίασε και ίσως αυτή να μου έδωσε το ερέθισμα και το έναυσμα, για να γράψω το άρθρο αυτό ανατρέχοντας στα παιδικά μου χρόνια. Στη γελοιογραφία αυτή, λοιπόν, εικονίζονται 4-5 παιδάκια καθισμένα και αφοσιωμένα πλήρως το καθένα στο κινητό του και ανάμεσά τους μια ηλικιωμένη γυναίκα που κοιτάζει αμήχανα. Το σχόλιο του γελοιογράφου ήταν: Επίσκεψη στη γιαγιά! Ούτε παιχνίδι, ούτε παραμύθια, ούτε επαφή πλέον… Αποξένωση!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσπάθησα να θυμηθώ και να θυμίσω κάποια από τα παιχνίδια που παίζαμε και με τον τρόπο που εγώ θυμόμουν ότι τα παίζαμε. Ο συμπατριώτης μας, όμως, Ευάγγελος Μανωλόπουλος μαζί με τους Ομηριάδη Αλέξανδρο και Βράτσιου Τριάδα έχουν εκδώσει ένα βιβλίο με τον τίτλο ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ, στο οποίο αναφέρονται διεξοδικά σε ΟΛΑ τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί στα χωριά μας. Τους ευχαριστώ!