Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…

Υπήρξε κάποια εποχή που περπατούσες στα δρομάκια και καλημέριζες τους πάντες, άσχετα αν δεν τους γνώριζες. Υπήρξε κάποια εποχή που από τις αυλές έβγαιναν μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού ή το χειμώνα σου ερχόταν η μυρωδιά του καμένου ξύλου από τις σόμπες – και δεν σε ενοχλούσε καθόλου. Που η ατμόσφαιρα ήταν θολή όχι από το νέφος, αλλά από τη σκόνη του χωματόδρομου. Και στον αέρα πλανιόνταν οι φωνές των μικροπωλητών. Εφημερίδεεεες! Σαλέπιιιι! Ο γανωτήηηης! πολλές φορές ανακατεμένες με τις νότες της λατέρνας… Επαγγέλματα που διήνυσαν μια τροχιά και σήμερα, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού, έχουν εκλείψει.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Εφημερίδεεεες! Έκτακτο παράρτημαααα!

Οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων και κάνοντας παράλληλα και διανομή στα σπίτια των μόνιμων πελατών τους.

ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ: Πρόδρομος του ψυγείου ήταν η παγωνιέρα, ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Καθημερινά νοικοκυρές και επιχειρήσεις προμηθεύονταν τον πάγο από τον παγοπώλη και διατηρούσαν έτσι τα ευαίσθητα τρόφιμα. Πριν την παγωνιέρα υπήρχε το φανάρι, ξύλινο ντουλάπι με σίτα γύρω γύρω για να αερίζονται τα τρόφιμα.

ΓΑΛΑΤΑΣ: Ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Πρωί πρωί έφερνε το γάλα σε γκιούμια με το γαϊδουράκι ή το τρίκυκλό του και το μοίραζε στα σπίτια των μόνιμων πελατών του. Ακολουθούσε με το γαϊδουράκι ή το κάρο ο πλανόδιος ΜΑΝΑΒΗΣ, για να εφοδιαστούν οι νοικοκυρές με την «πρώτη ύλη» και να ξεκινήσουν το μαγείρεμα.

ΓΑΝΩΤΗΣ: Κατά τακτά διαστήματα γύριζε στα χωριά και τις πόλεις ο γανωτής με ένα μεταλλικό κυλινδρικό σκεύος με ένα χερούλι σαν κουβάς, που είχε μέσα καλάι (κασσίτερο). Έβαζε φωτιά από κάτω για να λιώσει το καλάι και στη συνέχεια άρχιζε το γάνωμα. Βουτούσε στο λιωμένο καλάι μαχαιροπίρουνα, κατσαρόλες, ταψιά, που είχαν οξειδωθεί και ήταν ανθυγιεινά, μετά τα σκούπιζε με ένα βαμβάκι για να γυαλίσουν και γίνονταν αμέσως καινούρια! Ήταν μια λύση για να διατηρούνται τα χάλκινα ή αλουμινένια σκεύη σε καλή κατάσταση (αργότερα αντικαταστάθηκαν από τα ατσάλινα).

Για τις χαλασμένες ψάθινες καρέκλες περνούσε κατά καιρούς ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ και τις επιδιόρθωνε. Επίσης ο ΚΑΛΑΘΑΣ για να πουλήσει τα καλάθια, απαραίτητα για τη συλλογή καρπών σε κάθε νοικοκυριό.

ΛΟΥΣΤΡΟΣ: Οι χωμάτινοι και λασπωμένοι δρόμοι εκ των πραγμάτων καθιστούσαν αδύνατη τη διατήρηση καθαρών παπουτσιών. Έτσι γνώρισε άνθηση το επάγγελμα του λούστρου, το οποίο εξασκούσαν συνήθως παιδιά. Στις παλιές ελληνικές ταινίες ο Βασιλάκης Καίλας έχει ενσαρκώσει τον ρόλο αυτόν με επιτυχία.

ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ: Σε πανηγύρια, έξω από τις εκκλησίες, στα πάρκα, στις αλάνες, γενικά σε χώρους όπου σύχναζαν παιδιά, ήταν η πιο αγαπητή φιγούρα μικροπωλητή, με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά. Ποιος δεν ενέδωσε στο χωνάκι παγωτό με γεύση βανίλια από το καροτσάκι του… Και παραδίπλα το καροτσάκι με το μαλλί της γριάς… Αξέχαστες γεύσεις, αξέχαστες μνήμες…

ΑΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ: Γύφτοι συνήθως με δεμένη την αρκούδα από τη μέση τους με αλυσίδα και κρατώντας ένα ντέφι, την περιέφεραν στις γειτονιές. Μόλις ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και τραγουδούσε «σήκω, χόρεψε, κουκλί μου, να σε δω, να σε χαρώ», περιέργως η αρκούδα σηκωνόταν στα πισινά της πόδια και άρχιζε ρυθμικά και εναλλάξ να ανασηκώνει τα πόδια μεταφέροντας το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, λικνίζοντας παράλληλα το βαρύ σώμα της. Μετά το χορό ακολουθούσαν οι μιμήσεις. Πώς βάζει πούδρα η Βουγιουκλάκη, πώς χαϊδεύει ο γέρος τη γριά… και η κάθε παράσταση απέδιδε έσοδα στον αρκουδιάρη. Η εκπαίδευσή της βέβαια ήταν πολύ επώδυνη, όμως τότε το κίνημα για τα δικαιώματα των ζώων ήταν στα σπάργανά του. Αντίστοιχη σκηνή περιγράφει θαυμάσια, δίνοντάς της μάλιστα συμβολικό νόημα, ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός στο ποίημά του «Ιερά Οδός».

ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ: Γυρνούσε τις γειτονιές για να ακονίσει μαχαίρια, ψαλίδια, τσεκούρια και ό,τι άλλο χρειαζόταν ακόνισμα. Το ακόνι ήταν ένας τροχός φτιαγμένος από ειδική σκληρή πέτρα που περιστρεφόταν, καθώς ο ακονιστής πατούσε το πεντάλι, και ακόνιζε τις λεπίδες.

ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ: Κάθε σπίτι στα χωριά διέθετε ένα ή περισσότερα ζώα. Για να μπορούν όμως τα ζώα να περπατούν στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια τους, έπρεπε να «φορούν»πέταλα, που ήταν κατά κάποιο τρόπο τα παπούτσια τους. Κατά τη διάρκεια του πεταλώματος ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβαζε το πέταλο καρφώνοντάς το με ειδικά καρφιά. Αυτό γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου και όταν τα πέταλα καταστρέφονταν, τα αντικαθιστούσαν με καινούρια.

ΣΑΜΑΡΑΣ: Το σαμάρι στην πλάτη του ζώου είναι απαραίτητο και για να δέχεται φορτίο και για τον αναβάτη. Είναι κατασκευασμένο από δέρμα, ύφασμα παραγεμισμένο με άχυρο, και ξύλο. Στα χωριά ο πεταλωτής και ο σαμαράς ήταν επαγγέλματα εκ των ων ουκ άνευ.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την συμπαθητική φιγούρα του ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗ. Η Φραγκοσυριανή, Το τραμ το τελευταίο, Γαρύφαλλο στ’αυτί απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη ακροαματικότητα και ταυτίστηκαν απόλυτα με την λατέρνα. Το περιφερόμενο αυτό όργανο γέμιζε με τον ήχο του τους δρόμους και τις γειτονιές σε μια εποχή που η κυκλοφορία των αυτοκινήτων ήταν ελάχιστη και επομένως δεν υπήρχε ο εκκωφαντικός θόρυβος από τα κορναρίσματα. Λατέρνες βλέπουμε και σήμερα κάπου κάπου στους δρόμους με τον απαραίτητο στολισμό τους. Όμως έχουν χάσει το ρόλο που είχαν παλιότερα, όταν οι ερωτευμένοι στα καπηλιά άκουγαν και τραγουδούσαν τους καημούς τους με λατέρνα, φτώχια και φιλότιμο…

Πόσα άλλα επαγγέλματα έχουν πάψει πια να υπάρχουν εξ αιτίας της τεχνολογίας, όπως π.χ.ο εισπράκτορας στα μέσα μεταφοράς. Ήδη σήμερα πολλές εργασίες διεκπεραιώνονται από το σπίτι με τον υπολογιστή, αγορές γίνονται ηλεκτρονικά και πολύ φοβάμαι ότι στην επόμενη γενιά θα κλείσουν όλα τα καταστήματα, αφού το e-shopping θα επεκταθεί και θα επικρατήσει ολοκληρωτικά.