Δεν θυμάμαι να έχω ντυθεί ποτέ καρναβάλι στα παιδικά μου χρόνια. Ακούγεται ίσως παράδοξο, ποιο παιδί δεν μασκαρεύτηκε τις ημέρες της Αποκριάς είτε με αυτοσχέδια στολή είτε με αγορασμένη.

Εγώ μάλλον αποτελώ την εξαίρεση του κανόνα. Και δεν θυμάμαι να είχα την επιθυμία να ντυθώ, να αλλάξω προσωπείο, να υποδυθώ, τέλος πάντων, μια πριγκήπισσα ή μια ηρωίδα των παραμυθιών που με επιμονή διάβαζα. Κάθε άλλο. Και εννοείται ότι δεν μου άφησε κανένα ψυχικό τραύμα η παράλειψη αυτή… Θυμάμαι ωστόσο αγόρια συνομήλικα να περιφέρονται ως τσολιαδάκια ή καουμπόυδες, κοριτσάκια να μεταμφιέζονται σε κυρίες με τα ρούχα των μανάδων τους και κόκκινα χείλια και μάγουλα…

Καρναβάλι μπορεί να μην ντυνόμουν, όμως οι Απόκριες ήταν μια γιορτή που την περιμέναμε όλοι. Οι μάσκες, οι σερπαντίνες – αν θυμάμαι καλά, τις λέγαμε σαΐτες, ίσως λόγω του τρόπου που τις εκσφενδονίζαμε – και τα κονφετί πρωταγωνιστούσαν τις μέρες εκείνες και τότε. Μια φορά μάλιστα που γελούσα και είχα ορθάνοιχτο το στόμα, μια χούφτα κονφετί από απέναντι κόντεψε να με πνίξει…

Κατά τη διάρκεια της Αποκριάς τα παντοπωλεία πουλούσαν τα αποκριάτικα χαλβαδάκια. Ήταν άσπρα, στρόγγυλα με σουσάμι και ιδιαίτερα σκληρά, μπορούσες να σπάσεις και δόντι στην προσπάθεια να τα δαγκώσεις, σε μια εποχή όμως που δεν υπήρχε η σημερινή αφθονία γλυκισμάτων, τα βρίσκαμε νοστιμότατα.

Τα χαλβαδάκια

Με τον χαλβά αυτόν γινόταν και το έθιμο της «χάσκας». Ο πατέρας έδενε ένα χαλβαδάκι με νήμα και το στερέωνε στην άκρη ενός ξύλου (συνήθως του πλάστη). Και εμείς με τα χέρια πισθάγκωνα και το στόμα ανοιχτό προσπαθούσαμε ποιος θα δαγκώσει το χαλβά που τον περιέφερε σαν εκκρεμές από τον ένα στον άλλον… Τις ημέρες επίσης αυτές οι μανάδες μας έκαναν και την παραδοσιακή ρυζόπιτα (την έλεγαν μλήνα), που η γέμισή της ήταν ρύζι, αβγά, τυρί και γάλα και αφού ψηνόταν, την πασπαλίζαμε με ζάχαρη.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, όπως όλοι ξέρουμε, σε πολλά μέρη ανάβουν φωτιές και χορεύουν τριγύρω ή λένε αυτοσχέδιες σάτιρες, στο χωριό μας όμως υπήρχε το έθιμο του «ματιάσματος» ή αλλιώς κούσασι. Κατά παράξενο τρόπο το έθιμο αυτό γινόταν μόνο στο δικό μας χωριό και σε κανένα άλλο από τα χωριά του νομού Σερρών, ήταν αποκλειστικότητά μας! Σε κάθε γειτονιά από μέρες μάζευαν ξύλα και το απόγευμα της Κυριακής άναβαν σε ένα πλάτωμα μια μεγάλη φωτιά. Εκεί γύρω από τη φωτιά γινόταν το «μάτιασμα», που ήταν ένα ιδιότυπο προξενιό. Η υπεύθυνη ομάδα της φωτιάς εν χορώ απήγγελλε δυνατά «Κούσασι, κούσασι, γέρο παπα γέρο, να πάμε στη θάλασσα, να γυρίσουμε απ´τη θάλασσα και ο… να πάρει την … Κάηκε του παπά η αχυρώνα!». Λόγια ακατανόητα ίσως για τον μη μυημένο, είχαν όμως κάποιο συμβολισμό τότε και βέβαια η όλη τελετή επιτελούσε και ένα κοινωνικό έργο. Έβαζε ιδέες στους νέους και τις νέες για τα υποψήφια ταίρια, έκανε προτάσεις σαν προξενήτρα ή έβγαζε στη φόρα κάποιους δεσμούς που ήταν μέχρι τότε μυστικοί και μ’αυτόν τον τρόπο επιταχυνόταν η επισημοποίηση.

Όπως και να ‘ταν και παρόλο που ήμασταν πολύ μικρά για παντρολογήματα, μας άρεσε να τρέχουμε από γειτονιά σε γειτονιά για να δούμε με ποιον θα μας «ματιάξουν». (Σήμερα το έθιμο αυτό αναβιώνει χάρη στις προσπάθειες του πολιτιστικού συλλόγου με μία μόνο φωτιά στην κεντρική πλατεία και ακολουθούν παραδοσιακοί χοροί και προσφέρονται εδέσματα).

Την Καθαρή Δευτέρα άρχιζε η νηστεία. Κούλουμα και παρόμοιες εκδηλώσεις που γίνονται σήμερα ήταν άγνωστες τότε. Το πέταγμα όμως του χαρταετού ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Και μπορεί σήμερα οι περισσότεροι να αγοράζουν έτοιμους τους αετούς, τότε όμως η κατασκευή τους γινόταν από τα παιδιά, τα αγόρια φυσικά, που έπαιρναν τα ξύλα, κολλούσαν εφημερίδες με ψαρόκολλα ή αλευρόκολλα και έβρισκαν μόνα τους τα ζύγια -αυτό ήταν αρκετά δύσκολο για το πέταγμα.

Από την αμέσως επόμενη εβδομάδα αρχίζουν, ως γνωστό, οι Χαιρετισμοί, στους οποίους πηγαίναμε ανελλιπώς και συντεταγμένα ως σχολείο. Ένα διαφορετικό κάθε φορά ζευγάρι μαθητών – κορίτσι, αγόρι – μπροστά από την εικόνα της Παναγίας και του Χριστού αντίστοιχα έψελνε το «Άσπιλε,αμόλυντε…» και το «Και δος, ημίν, Δέσποτα…». Και βέβαια τελούσαμε εν αναμονή των διακοπών του Πάσχα, που το περιμέναμε και για έναν ακόμη λόγο, οι γονείς μας μας αγόραζαν καινούρια παπούτσια και φόρεμα…

4 thoughts on “Οι Απόκριες της Αθωότητας

  1. Μια γλύκα ….σαν τα αξέχαστα χαλβαδάκια. Πάλι μας τράταρες “καλομαγειρεμένες” αναμνήσεις!!! Τι οικοδέσποινα είσαι εσύ που κάθε τόσο μας στρώνεις το τραπέζι με ένα σωρό λιχουδιές από το παρελθόν.Πόσο γενναιόδωρα ανοίγεις τον κουμπαρά σου με τις θύμησες και τις μοιράζεσαι μαζί μας. Νάσαι καλά !!!. Αστείρευτη

Comments are now closed.