Κάποτε ήμασταν παιδιά, κάποτε ήμασταν έφηβοι…

Σήμερα, οι γονείς που έχουν εφήβους βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Γιατί η προσπάθεια του εφήβου για αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση διαταράσσει την ηρεμία και τη σταθερότητα που υπήρχε μέχρι τότε στις οικογενειακές σχέσεις. Οι γονείς αισθάνονται ότι «χάνουν» το παιδί τους, καθώς αυτό τους απαγορεύει πλέον να παρεμβαίνουν στην προσωπική του ζωή. Οι κίνδυνοι να παρασυρθεί από παγίδες όπως ναρκωτικά, αλκοόλ ή αλητεία παραμονεύουν και γενικά επικρατεί μια χαοτική συνήθως κατάσταση εκνευρισμού και προστριβών.

Κάποτε ήμασταν κι εμείς έφηβοι. Όμως καμιά σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σήμερα τότε ήταν μηδαμινοί. Από την άλλη  είχαμε περισσότερο σεβασμό (ή μήπως φόβο;) προς τους γονείς και τους καθηγητές και οι παρεκτροπές ήταν ελάχιστες έως σπάνιες. Καβγάδες με τους γονείς δεν ήταν συχνοί, μόνο αν παραβιάζαμε το ωράριο επιστροφής στο σπίτι το βράδυ, δηλαδή πριν τις 10 και ποτέ αργότερα.

Οι περισσότεροι από μας έχουμε συνδέσει την εφηβεία με τα μαθητικά μας χρόνια και συχνή είναι η νοσταλγία που νιώθουμε  για την εποχή εκείνη. Στο σχολείο, στο οποίο πηγαίναμε τρεις μέρες τη βδομάδα πρωί και τρεις απόγευμα, γιατί τότε λειτουργούσε και το Σάββατο, φορούσαμε την μπλε ποδιά, της οποίας το μήκος έπρεπε να είναι ως το γόνατο, και στο κεφάλι η κορδέλα ήταν απαραίτητη. Ο γραπτός κανονισμός που μας είχαν δώσει στο σχολείο το επέβαλε ρητώς: «Όλαι αι μαθήτριαι υποχρεούνται να φορούν την υπό του συλλόγου των καθηγητών καθορισθείσαν ποδιάν με το διακριτικόν σήμα του σχολείου, να έχουν την κόμην των κτενισμένην σεμνοπρεπώς και να αποφεύγουν την επιτήδευσιν, την επίδειξιν και την μίμησιν. Απαγορεύεται η χρήσις παντελονίου». Τώρα, άλλο αν με το σχολασμα από το Ζ’ γυμνάσιο Θηλέων έβγαινε ένα μπουλούκι γαλάζιας λαοθάλασσας που η πρώτη μας κίνηση ήταν να σφίξουμε τη ζώνη της ποδιάς για να γίνει μίνι και να πετάξουμε την κορδέλα από τα μαλλιά για να κατέβουν οι αφέλειες στο πρόσωπο.

Η θρυλική Αλίκη Βουγιουκλάκη υποδύεται τη μαθήτρια στην υπέροχη ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’τον Παράδεισο», φορώντας φυσικά ποδιά.
Η ποδιά ήταν υποχρεωτική ακόμα και στις σχολικές εκδρομές.

Και παρακάτω ο ίδιος σχολικός κανονισμός επέβαλε τα εξής: «Απαγορεύεται εις τας μαθητρίας να παρακολουθούν έργα ακατάλληλα και να συχνάζουν εις κέντρα διασκεδάσεως μόναι ή μετά των γονέων». Η διασκέδαση επομένως  ήταν απαγορευμένη. Όχι όμως ότι δεν γινόταν. Συχνάζαμε σε καφετέριες, όχι τόσο για καφέ, τι καφέ να πιεις, μόνο ελληνικό, που τότε τον λέγαμε τούρκικο -εσπρέσο, καπουτσίνο, φρέντο κλπ. δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Παίρναμε λοιπόν παγωτό ή γλυκό, καπνίζαμε στα κρυφά και κανένα τσιγάρο, και πίσω στο σπίτι. Πηγαίναμε επίσης την Κυριακή το απόγευμα στον κινηματογράφο, περισσότερο σε αίθουσες β΄προβολής, πρώτον γιατί το εισιτήριο ήταν φτηνότερο και δεύτερον γιατί πρόβαλλαν δύο ταινίες!

Όμως υπήρχαν τα πάρτυ! Ένα πικαπ, μερικά σαρανταπεντάρια δισκάκια, λίγο βερμούτ σερβιρισμένο σε ψηλά και λεπτά σαν κολόνες ποτηράκια, ξηροί καρποί, κυρίως φτηνοί, όπως φιστίκια και στραγάλια, ήταν αρκετά για να στηθεί ένα πάρτυ. Αλλά, για να πάμε στο πάρτυ, έπρεπε να πείσουμε τον αυστηρό πατέρα από μέρες πριν και βέβαια με τη συνοδεία του αδερφού ή, αν δεν υπήρχε, ενός ξαδέρφου, ποτέ μόνες.

Τα πιο ωραία λαϊκά

σε σπίτια με μωσαϊκά

Τα είχαμε χορέψει

Κορίτσια αγόρια σ’ένα χωλ

και τα φιστίκια μες το μπωλ

Κι οι γέροι στη βεράντα

Με το ρυθμό της μουσικής

Και με μπλουτζήν Αμερικής

Μια εφηβεία επιεικής

Που γίνεται σαράντα.

Πόσο ωραία περιγράφει την ατμόσφαιρα της εποχής η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου με τη φωνή της Πρωτοψάλτη… Όμως, για να συμπληρώσω, για να μην πω να διορθώσω τη στιχουργό, νομίζω πως τότε στα πάρτυ την πρωτοκαθεδρία είχαν όχι τα λαϊκά, αλλά οι αξέχαστες ιταλικές μελωδίες: A casa d’Irene, Volare, Oh mio signore… Επίσης ο Ανταμό με τον Αζναβούρ από γαλλικά τραγούδια… Και δώστου αγόρια και κορίτσια να λικνίζονται σφιχταγκαλιασμένοι στο ρυθμό του μπλουζ… Όταν μας άρεσε κάποιο αγόρι, δεν θέλαμε να τελειώσει η μουσική και παρακαλούσαμε μέσα μας να έρθει να μας ζητήσει πάλι και στον επόμενο χορό…

Eκτός από μπλουζ χορεύαμε ακόμη γιάνκα, στοιχισμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο και τινάζοντας τα πόδια δεξιά και αριστερά,και φυσικά σέικ. Οι Ολύμπιανς με τα αξέχαστα τραγούδια τους, όπως «Ο Τρόπος», «Το σχολείο», «Το κορίτσι του Μάη». Και ακόμη οι Τσαρμς με το «Τρελοκόριτσο» και το «Τρέμει η καρδιά μου»… Τραγούδια που δεν χαράχτηκαν ανεξίτηλα μόνο στα πυκνά αυλάκια των παλιών βινυλίων, αλλά κυρίως στις καρδιές όλων των Ελλήνων…

Ήταν επίσης η εποχή που μεσουρανούσαν τα θρυλικά σκαθάρια, οι Beatles, που με την ποπ μουσική αγαπήθηκαν παγκοσμίως από το κοινό, έγιναν ινδάλματα και γνώρισαν απεριόριστη δόξα. Ποιος δεν σιγοτραγούδησε το Imagine all the people…

Από το πάρτυ φεύγαμε σχετικά νωρίς, εννοείται πολύ πριν από τις 12, σαν Σταχτοπούτες που δεν έπρεπε να παραβιάσουμε τη συμφωνημένη ώρα, για να ονειρευτούμε το βράδυ το αγόρι που χορεύαμε μαζί. Την επομένη ακουγόταν μεταξύ μας η απίστευτη φράση «τα φτιάξαμε». Τώρα τι φτιάξαμε, ο Θεός και η ψυχή μας… Όμως, τρέχαμε στα περίπτερα να αγοράσουμε κέρματα, για να πάρουμε από τον κερματοδέκτη του τηλεφωνικού θαλάμου του ΟΤΕ τηλέφωνο στον αριθμό που μυστικά σε μικρό χαρτάκι μας ενεχείρισε κάποιος…

Όμορφη ηλικία η εφηβεία, και φαίνεται πιο όμορφη γιατί της λείπει η σοφία, η ωριμότητα… Υπάρχει όμως η επαναστατικότητα. Σε μας τότε η επαναστικότητα εκδηλωνόταν μόνο λεκτικά, όπως λέει και η Τσανακλίδου:

Εφηβεία(κάτω η βία)

Ο πατέρας(είναι τέρας)

Το σχολείο μαυσωλείο, φυλακή

Και το διάβασμα εφεύρεση κακή.

Αχ, δεν γυρνάνε πίσω εκείνα τα χρόνια…