Πριν καλά καλά τελειώσουν οι Απόκριες και με την έναρξη της Σαρακοστής οι Νεοέλληνες αρχίζουν να κάνουν σχέδια για το πού θα πάνε το Πάσχα. Εξωτερικό ίσως, αν τα οικονομικά τους μπορούν να αντέξουν μια τέτοια δαπάνη κι επειδή μαζεύονται αρκετές μέρες  αργίας; Σε κάποιο νησί; Ή στο χωριό τους; Αυτό βέβαια, αν τα μεγαλεπήβολα σχέδια δεν ευοδωθούν – έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι αίρουν μια καταγωγή από κάποιο χωριό…

Το Πάσχα στο χωριό είναι πάντα η καλύτερη λύση. Απ’τη μια γιατί, καθώς ο καιρός  λόγω εποχής το επιτρέπει, τα διαδραματιζόμενα την ημέρα του Πάσχα τελούνται σε εξωτερικό χώρο με φόντο τη φύση: το ψήσιμο του οβελία, η συγκέντρωση συγγενών και φίλων και η συμμετοχή τους στην προετοιμασία, τα πρώτα ούζα και οι «αρπαχτές» της πέτσας που αρχίζει να ροδίζει, τα τσουγκρίσματα των αβγών… Το ψήσιμο άλλωστε είναι μια διαδικασία που κρατά ώρες, ακόμα και σήμερα που έχει απλοποιηθεί κάπως το πράγμα με τις ηλεκτροκίνητες σούβλες. Παλιότερα επιστρατεύονταν με βάρδιες όλοι οι παρευρισκόμενοι, γυρνώντας τη σούβλα και παρακολουθώντας άγρυπνα τον κάθε λαίμαργο που ερχόταν με απειλητική διάθεση να αρπάξει ένα κοψίδι… Παρόλη την αισθητική βαρβαρότητα του σουβλιστού αρνιού, είναι ομολογουμένως ένα τόσο χαρακτηριστικό ελληνικό έθιμο, που αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της γαστρονομικής μας ταυτότητας -συμπεριλαμβανομένης και της μαγειρίτσας – και απίστευτα νόστιμο…

Ο πασχαλινός οβελίας και το κοκορέτσι πρωταγωνιστές της Κυριακής του Πάσχα

Από την άλλη,η μετάβαση στο χωριό δίνει την ευκαιρία σ’αυτούς που έφυγαν να συναντήσουν γνωστούς και φίλους, να συζητήσουν, να θυμηθούν τα παλιά… Για έναν περίεργο λόγο, κάθε φορά που έρχονται γιορτές, του μυαλού τ’αυλάκια γυρίζουν προς τα πίσω και επικρατεί ένα ρήμα, το «θυμάμαι»…

Και τι δεν θυμάμαι… Τη νηστεία της Μ.Εβδομάδας. Γιατί τότε η νηστεία ήταν πραγματική νηστεία, χωρίς γαρίδες ή υποκατάστατα γάλακτος και τυριών. Έπρεπε όλοι, μικροί και μεγάλοι, να νηστέψουμε για να κοινωνήσουμε το Μ.Σάββατο. Στην εκκλησία πηγαίναμε απαραίτητα κάθε βράδυ όλοι, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, ήταν κι αυτό στα πλαίσια της παράδοσης. Υπήρχε κατάνυξη και ευλάβεια. Το ραδιόφωνο σ’όλη τη διάρκεια της Μ.Εβδομάδας έπαιζε μόνο κλασική μουσική και αργότερα, όταν ήρθε η τηλεόραση, εκπομπές και ταινίες θρησκευτικού περιεχομένου. Τα καινούρια παπούτσια και το καινούριο φόρεμα… Τα αβγά βάφονταν μόνο κόκκινα, όχι άλλο χρώμα – το πολύ καμιά χαλκομανία. Η Σταύρωση, ο στολισμός του Επιτάφιου. Μοσχοβολούσε η εκκλησία πασχαλιές… Και δεν είναι τυχαίο το όνομα του λουλουδιού αυτού. Ήταν το κυρίαρχο στολίδι του Επιτάφιου, όχι όπως σήμερα που επικρατούν τα άοσμα λουλούδια των ανθοπωλείων. Ξενυχτούσαμε τον Επιτάφιο τραγουδώντας και ψάλλοντας: Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα… Η περιφορά του Επιταφίου με τη συμμετοχή όλων… Και μετά ο θρίαμβος, η Ανάσταση: Θανάτω θάνατον πατήσας…

Το μαρτύριο του Χριστού, ο εμπαιγμός του, η Σταύρωση, η τριήμερος ταφή, όλα αυτά έπαιρναν άλλες διαστάσεις στην παιδική φαντασία. Συμμετείχαμε στο Θείο Δράμα και σ’αυτό συνέβαλε η θρησκευτική κατάρτιση που είχαμε στο Δημοτικό. Διδασκόμασταν με τη σειρά (και όχι αποσπασματικά, όπως γίνεται σήμερα) όλη τη ζωή του Χριστού, Γέννηση, διδασκαλία, παραβολές, μέχρι τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Και νοιώθαμε μεγάλη χαρά που στο τέλος με την Ανάστασή του δικαιώνεται… Που μετά την Ύβρι έρχεται η Νέμεσις, όπως ακριβώς και στην αρχαία τραγωδία…

Ρομαντική, κατανυκτική, ευλαβική και γλυκιά αναπόληση για όλα τα Πάσχα που πέρασαν και που δεν θα ξανάρθουν όπως ήταν τότε… Χρόνια πολλά!