Το σπίτι που γεννήθηκα
ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται
και μ’όλα του τα νειάτα.
Ετσι περιγράφει νοσταλγικά ο Παλαμάς το σπίτι που γεννήθηκε στην Πάτρα.
Το σπίτι που εγώ γεννήθηκα δεν είναι σε καμιά μεγαλούπολη, αλλά σε ένα ταπεινό χωριουδάκι, πάνω στον κεντρικό του δρόμο, λίγο πριν από την πλατεία. Πρόκειται για ένα παλιό διώροφο σπίτι χτισμένο στα 1900. Ακολουθεί την κλασική αρχιτεκτονική των περισσότερων παραδοσιακών σπιτιών του χωριού. Ανοίγοντας την εξώπορτα βρίσκεσαι στο χαγιάτι και στο βάθος είναι η αποθήκη, που παλιότερα ήταν ο στάβλος (αχούρι). Όλα τα δωμάτια “βλέπουν” στο δρόμο – το σπίτι είναι γωνιακό – και τα δύο σαλόνια (ένα σε κάθε όροφο) στην αυλή. Είναι ολοφάνερο ότι ο αρχιτέκτονας του 1900 δεν ήταν ιδιαίτερα λάτρης της συμμετρίας ή της καλαισθησίας. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί τόσο το διαφορετικό ύψος των δύο ορόφων όσο και το μέγεθος των παραθύρων:
μικρά σαν πολεμίστρες του κάτω ορόφου, μεγάλα του επάνω. Μικρό το κακό…
Λόγω της ύπαρξης πολλών δωματίων (6) και για βιοποριστικούς λόγους, από πολύ νωρίς το σπίτι αυτό υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το ξενοδοχείο για τις δασκάλες που διορίζονταν στο χωριό. Οι πολύ παλιότεροι θα θυμούνται ίσως τη δεσποινίδα Νίτσα που έμεινε εκεί πάρα πολλά χρόνια χωρίς όμως να καταφέρει να απαλλαγεί από τον τίτλο της δεσποινίδος. ´Οταν αργότερα παντρεύτηκε η μητέρα μου τον πατέρα μου, που ήρθε σώγαμπρος στο σπίτι, η παράδοση να νοικιάζονται δωμάτια στις δασκάλες συνεχίστηκε. Η Αλεξάνδρα, μια Αρσακειάδα εικοσάχρονη κοπέλα από την Αθήνα, ήταν τελείως άβγαλτη, πρώτη φορά έφευγε από τους γονείς της, δεν ήξερε τίποτα από δουλειές, μαγείρεμα κλπ. και είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν εξορία. ´Οταν μάλιστα το χειμώνα που ακολούθησε έριξε πολύ χιόνι, έκανε σαν μικρό παιδί. Πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε χιόνι!
Στο διπλανό δωμάτιο ήρθαν άλλες δύο δασκάλες: η Πόπη από τη Ζάκυνθο και η Θεώνη από την Αμαλιάδα. ´Ολες νεαρές πρωτοδιορισμένες, ήταν σαν ψάρια έξω από το νερό, σε ένα τόπο μακρυνό, κρύο και φυσικά χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις, να ξεκινήσουν την καριέρα τους! Τόσο η γιαγιά μου όσο και η μητέρα μου στάθηκαν για τις νεαρές αυτές σαν δεύτερη μάνα, πράγμα που και οι ίδιες το αναγνώρισαν. Η Θεώνη είχε φέρει και ένα μικρό πικάπ, σπάνιο για τότε, και τα βράδυα το κατέβαζε κάτω που ήμασταν όλη η οικογένεια συγκεντρωμένη και μας έβαζε τα δισκάκια των 45 στροφών γεμίζοντας το χώρο με νότες…
Φυσικά στο σπίτι δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, αλλά έτσι κι αλλιώς η βρύση ήταν απ’έξω, δεν είχες παρά να κατέβεις τις δυο σκάλες και να γεμίσεις το γκιούμι. Εννοείται ότι το σπίτι διέθετε μία μόνο τουαλέτα κάτω, στο χαγιάτι. Το επάνω σαλόνι ήταν περιποιημένο – στο μέτρο του δυνατού για την εποχή, με τον κλασικό μπουφέ. Δεχόταν κόσμο μια μόνο φορά το χρόνο, του Αγίου Ελευθερίου στις 15 Δεκεμβρίου, που ήταν η γιορτή του πατέρα μου. Το τι γινόταν τότε δεν περιγράφεται. Σχεδόν όλοι οι άντρες του χωριού ανέβαιναν τα σκαλιά για να ευχηθούν και να κεραστούν. Οι μεζέδες, σαλάμια και κασέρια κομμένα σε μικρά τετραγωνάκια, καθώς και κεφτεδάκια -μπουκίτσες που η μαμά και η γιαγιά από την προηγούμενη ετοίμαζαν πυρετωδώς, πήγαιναν κι έρχονταν σε δίσκους μαζί με ούζο ή κρασί δικής μας παραγωγής. Ο Δεκέμβρης ήταν τόσο συνυφασμένος με τη γιορτή του πατέρα και το συνακόλουθο νταβαντούρι, που τον περίμενα πώς και πώς και ένοιωσα, θυμάμαι, μεγάλη απογοήτευση που μια χρονιά λόγω ασθένειας αποφασίστηκε να μη γιορταστεί η γιορτή του πατέρα μου και κοινοποιήθηκε αυτό με σημείωμα έξω από την πόρτα “δεν δεχόμεθα επισκέψεις λόγω ασθενείας”.
Η ζωή του σπιτιού, όμως, διεξαγόταν όλη στο μεσαίο πάτωμα. ´Ολη η οικογένεια ζούσε και κινούνταν στο μεγάλο μεσαίο δωμάτιο.
Εκεί μέναμε, διαβάζαμε, γράφαμε, ψήναμε στη σόμπα ρεβύθια και κάστανα, δεχόμασταν όποιον ερχόταν για επίσκεψη, τρώγαμε, ακόμα και κοιμόμασταν εκεί εμείς τα παιδιά με τη γιαγιά. ´Οταν έρχονταν οι φίλες μου μας άρεσε να καθόμαστε στα περβάζια των παραθύρων καθώς ο τοίχος είχε βάθος ένα μέτρο περίπου, και να παίζουμε εκεί. Τα βράδυα κατέβαιναν και οι δασκάλες και συνοδεία μουσικής από το ραδιόφωνο ή το πικάπ της Θεώνης γίνονταν διάφορες συζητήσεις, αναλύσεις της πολιτικής κατάστασης και γενικά υπήρχε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Κάποια βράδυα ερχόταν από το παραδιπλανό σπίτι και ένα άλλο ζεύγος δασκάλων, ο Σπύρος και η Αργυρούλα (αυτοί από την Κόρινθο!) και η παρέα μεγάλωνε. Μικρή εγώ τότε ρουφούσα ό,τι έλεγαν παρακαλώντας να έρχονται κάθε βράδυ. Οι δασκάλες μου δάνειζαν βιβλία που τα διάβαζα σε μια μέρα!
Στη μεριά της αυλής ήταν η βεράντα που τη σκίαζε η κληματαριά. Εκεί τρώγαμε τα καλοκαίρια, κάτω από την κληματαριά. Κάτω στην αυλή υπήρχε ο φούρνος – ω Θεέ εκείνη η υπέροχη μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού!-, το κοτέτσι και παρτέρια με πολλά λουλούδια. Στο βάθος της αυλής υπήρχε – και υπάρχει ακόμη – μια συκιά. Επειδή τότε δεν υπήρχαν αποριμματοφόρα, δεν υπήρχαν και κάδοι συγκέντρωσης σκουπιδιών. ´Ετσι η κάθε οικογένεια είχε ένα χώρο στην αυλή του σπιτιού για τη συγκέντρωση των σκουπιδιών της. Σε μας ο χώρος αυτός ήταν κάτω από τη συκιά, εκεί τα σκουπίδια όλα χωνεύονταν (άλλωστε ήταν όλα βιολογικά, δεν υπήρχαν πλαστικά) και γίνονταν πρώτης τάξεως λίπασμα.
Το σπίτι, καθώς βρίσκεται σε χώρο-πέρασμα -απέναντι είναι ο φούρνος – δεν μπορούσε να έχει κρυμμένα μυστικά. Οι συζητήσεις, οι καυγάδες, τα γέλια, οι φωνές ξεχύνονταν από τα πολλά παράθυρα και γίνονταν αντιληπτά από τον κάθε διερχόμενο. Ποιος νοιαζόταν… έτσι κι αλλιώς όλοι στο χωριό γνωριζόμασταν καλά, ο καθένας ήξερε τα προσωπικά του άλλου και όλοι λίγο – πολύ είχαν τα ίδια προβλήματα. Αρχές του φθινοπώρου η νοικοκυρά έπρεπε να κάνει γενική καθαριότητα, όπερ σημαίνει βάψιμο πολλών τοίχων που είχαν λερώσει, σφουγγάρισμα και σανιδομπογιά στα σανίδια των πατωμάτων. Αργότερα τα σανίδια σκεπάστηκαν από τους πλαστικούς μουσαμάδες, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, ωστόσο ανακούφισαν τη νοικοκυρά από τις σανιδομπογιές και τα καλτσάκια μας έπαψαν να είναι κατακίτρινα από κάτω!
Στο σπίτι αυτό ακούστηκε το πρώτο κλάμα του παππού μου, της μητέρας μου, το δικό μου, της αδερφής μου. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, από εκεί ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο εξάχρονο κοριτσάκι, εκεί έφτασα στην εφηβεία, μέχρι τα 14 μου χρόνια που εγκαταλείψαμε το χωριό οικογενειακώς προς ανεύρεση καλύτερης τύχης στη συμπρωτεύουσα ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Το σπίτι αυτό γνώρισε και δόξες: ατέλειωτες προεκλογικές συναντήσεις υποψηφίων στις δημοτικές εκλογές και μετά οι πανηγυρισμοί για την εκλογή του πατέρα μου ως προέδρου της κοινότητας! Οι γονείς μου, που διέθεταν κοινωνική μόρφωση, ήταν ιδιαίτερα ανοιχτοί και έτσι στο σπίτι πάρα πολύ συχνοί ήταν οι επισκέπτες και οι φιλοξενούμενοι συγγενείς από μακριά. Δεν έχω δυσάρεστες αναμνήσεις. Ο βιοπορισμός δεν ήταν και εύκολος εκείνη την εποχή, ωστόσο βλέποντας πάντα το χειρότερο και για να μη φανώ αχάριστη, θεωρώ ότι ήμασταν σε πολύ καλύτερη θέση από πολλούς.
Με το πέρασμα των χρόνων το σπίτι υπέστη πολλές μετατροπές. ´Αλλη κουζίνα, τουαλέτες, στην πρόσοψη προστέθηκε ένα μπαλκονάκι, όμως, τον αράπη κι αν τον πλένεις… το σπίτι παραμένει παλιό, είναι άλλωστε 119 ετών!
“Το σπίτι ας το νοθέψανε
το σχήμα και το χρώμα
κι ανόθευτο κι αχάλαστο
και με προσμένει ακόμα!”
Θα συμφωνήσω με τον ποιητή. Παρόλο που πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, ώρες ώρες νομίζω ότι ακούω το σύρσιμο από τα φουστάνια της γιαγιάς που ήθελε να έχει την εποπτεία των πάντων, ώρες ώρες είναι σαν να βλέπω τη μητέρα με την εμμονή της για την καθαριότητα, με τη βούρτσα και τον τενεκέ τον ασβέστη να ασπρίζει τα πεζούλια της αυλής και κάποιες φορές τα βράδυα σαν να ακούω το βήχα του πατέρα μου από το δρόμο να επιστρέφει στο σπίτι …
Μαρούλα μου παρόμοιες στιγμές έχω απο το σπίτι της γιαγιάς μου όχι όμως σε χωριό αλλά στην Θεσσαλονίκη στην Αγία Τριάδα! Ομορφα χρόνια!Παιχνίδια,γέλια με όλα τα παιδιά της γειτονιάς ανάμεσα σ αυτά κι ο Σταύρος, μυρωδιές από αγιόκλημα και γιασεμί και άσχετα με τα τυχόν προβλήματα των μεγάλων εμείς είχαμε μόνο χαρά!Τα περιέγραψες όλα πολύ ωραία!Μπράβο!!!