Δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού μου (Εμμ.Παπάς) βρίσκεται το χωριό Τούμπα με το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Το χωριό αυτό έχει ταυτιστεί στη σκέψη μου και στη θύμισή μου με το περίλαμπρο πανηγύρι του.
Ως παιδί, αμέσως μετά το Πάσχα περίμενα εναγωνίως την Πεντηκοστή μετρώντας μία μία τις μέρες-και δεν ήταν και λίγες, πενήντα τον αριθμό! Και ο λόγος; Μα φυσικά το πανηγύρι της Τούμπας με αφορμή τον εορτασμό του μοναστηριού.
Το πανηγύρι κρατούσε τρεις με τέσσερεις μέρες και ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό, ό,τι πιο περίλαμπρο και μαγευτικό είχε να επιδείξει ο μικρόκοσμος στον οποίο ζούσα. Το επισκέπτονταν όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δυο και τρεις ίσως. Για να γίνω πιο ακριβής, το χωριό μας, που αριθμούσε τότε περί τους 2.000 κατοίκους, τις ημέρες του πανηγυριού άδειαζε! Όλοι, μικροί, μεγάλοι, με λεωφορεία, αυτοκίνητα, τρακτέρ ή ακόμη και με τα κάρα έτρεχαν εκεί προσχηματικά για προσκύνημα, αλλά πρωτίστως για διασκέδαση. Κάποιοι μάλιστα συνήθιζαν να κοιμούνται στρωματσάδα κι ένα βράδυ στο μοναστήρι, εν είδει εκπλήρωσης κάποιου τάματος στη χάρη της Αγίας Τριάδας.
Τα πανηγύρια βέβαια δεν έλειπαν από το χωριό μας. Ειδικά αυτή την εποχή, δηλαδή από το Πάσχα και μετά μέχρι και αρχές Μαϊου, γίνονταν τρία με τέσσερα πανηγύρια, όσα και τα εξωκκλήσια του χωριού. Άλλωστε ήταν και ο μοναδικός και αποκλειστικός τρόπος διασκέδασης των κατοίκων, μαζί με τους γάμους και τα βαφτίσια. Και όπως είπε και ο Δημόκριτος «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», δηλ. ζωή χωρίς γιορτές είναι σαν μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. Όμως τα πανηγύρια του χωριού μου είχαν ένα χρώμα πιο λαϊκό, με ζουρνάδες και νταούλια και χορούς. Αντίθετα, το πανηγύρι της Τούμπας ήταν ό,τι πιο κοσμοπολίτικο μπορούσα να φανταστώ τότε…
Μια τεράστια εμποροπανήγυρη με αυτοσχέδιους πάγκους με κάθε λογής πραμάτειες, από ρούχα, παιχνίδια, είδη νοικοκυριού, παπούτσια. Μια μυρωδιά από σουβλάκια διάχυτη παντού. Μουσικές και τραγούδια στη διαπασών. Τραγουδιστές και τραγουδίστριες καθισμένοι στις καρέκλες με την ορχήστρα, πρωτοστατούσης της Νίτσας Τσίτρα, τραγουδούσαν τα σουξέ της εποχής. Κούνιες σαν βάρκες, που όσο κι αν ήξερες ότι μετά θα ζαλιστείς, ωστόσο ήθελες να ανέβεις. Καροτσάκια με παγωτά και το μαλλί της γριάς. Τρενάκια, αλογάκια, πού να πρωτοανέβεις… Και μια ατελείωτη ανθρωποπλημμύρα από νέους, γέρους και παιδιά, ντυμένους με τα γιορτινά, να περιφέρεται ανάμεσα στους πάγκους.
Όμως, το πιο εντυπωσιακό απ΄όλα, η ατραξιόν, όπως θα λέγαμε, ήταν ο γύρος του θανάτου. Όσοι ως παιδιά είδαμε το γύρο του θανάτου, είναι δύσκολο να ξεχάσουμε τον ήχο της μοτοσυκλέτας στα ξύλινα τοιχώματα του βαρελιού, τον ακροβάτη να φτάνει σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, τον εκκωφαντικό θόρυβο. Ο τρόμος κυρίευε ακόμα και τον πιο απαθή βλέποντας το μοτοσυκλετιστή να φλερτάρει με το θάνατο. Κάποιες φορές έτρεχαν στα τοιχώματα του βαρελιού και δύο συγχρόνως αναβάτες κάνοντας πιρουέτες κόντρα στη βαρύτητα με κεντρομόλο και φυγόκεντρη δύναμη. Η ανάσα κοβόταν, ρίγος διαπερνούσε το σώμα, μυρωδιές από καμμένο λάστριχο και λάδια διάχυτες παντού. Η αδρεναλίνη στα ύψη και με το τέλος της παράστασης ανακούφιση και χειροκρότημα.
Εικόνες μιας άλλης εποχής λίγο ρομαντικής, λίγο αθώας, όπου το πάθος για το θέαμα και ο ερασιτεχνισμός ακροβατούσε με την ίδια τη ζωή, αφού η ασφάλεια περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Σπάνια όμως η ασφάλεια ήταν ένα ενδιαφέρον θέαμα…
Το πανηγύρι αυτό ήταν για μένα ο κόσμος όλος, είχε πάρει άλλες διαστάσεις, ένας κόσμος μαγικός, γεμάτος χρυσόσκονη, εικόνες βγαλμένες από παραμύθι… Οποία όμως η απογοήτευσή μου όταν, πριν καμιά δεκαριά χρόνια που έτυχε να βρίσκομαι στην περιοχή κατά την Πεντηκοστή, είπα να κάνω ένα «προσκύνημα» στον τόπο των παιδικών μου αναμνήσεων. Έχοντας πια μια συσσώρευση εικόνων και εμπειριών και ένα πλήθος παραστάσεων, αυτομάτως η μαγεία κατέρευσε, η χρυσόσκονη διαλύθηκε και αντί για τον πρώην γοητευτικό χώρο δεν είδα παρά κάτι σαν μια λαϊκή αγορά της γειτονιάς… Ό,τι με έλκυε σαν μαγνήτης είχε καταρεύσει. Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα όπως ακριβώς και ο Ορειβάσιος, που σταλμένος από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (τον αυτοκράτορα που ήθελε να επαναφέρει την ειδωλολατρία) στο Μαντείο των Δελφών και όταν είδε την άθλια κατάστασή του, αναφώνησε:… ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ… (δηλ. ούτε ο Φοίβος κατοικεί εκεί, ούτε η δάφνη που προφητεύει υπάρχει ούτε το νερό που μιλάει…). Λόγια και συναισθήματα που ηχούν σπαρακτικά και σαν πένθιμο σήμαντρο αναγγέλλουν το τέλος ενός κόσμου, το τέλος μιας άλλης εποχής…