Στο χωριό μου, πάνω από το ύψωμα του Αι-Δημήτρη στον ορεινό όγκο του Μενοίκιου όρους, γνωστού ως Μποζ-νταγ, βρίσκεται η περιοχή της Μούκλιανης. Παλιότερα ήταν χωριό που εξαφανίστηκε στα 1912. Από το εν λόγω χωριό δεν σώθηκε τίποτε άλλο παρά μόνο η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που χρονολογείται γύρω στα 1700. Στην περιοχή υπάρχουν πολλά δέντρα, όπως οξιές και φουντουκιές.
Η θέση της περιοχής, το υψόμετρο, η ύπαρξη νερού και πράσινου είχαν καταστήσει τη Μούκλιανη ένα πρώτης τάξεως θέρετρο για πολλούς συμπατριώτες μας, με πρώτη την οικογένειά μου, όταν εγώ βρισκόμουν στην προσχολική ηλικία. Η θάλασσα τότε δεν ήταν ακόμη της μόδας και το βουνό ήταν ό,τι έπρεπε για αδύναμα και ανορεκτικά παιδιά.
Όμως υποδομές δεν υπήρχαν και η παραθέριση εκεί ήταν μια μικρή περιπέτεια, ήμασταν κάτι σαν νέοι Ροβινσώνες. Πριν η οικογένεια μετακομίσει για την παραθέριση, έπρεπε να κατασκευαστεί το κατάλυμα που θα την φιλοξενούσε, δηλαδή η καλύβα. Συνεργείο από άνδρες (ο πατέρας συνήθως με κάποιους βοηθούς) έστηναν ξύλα εν είδει σκαλωσιάς, από πάνω έριχναν ένα μουσαμά για προστασία από τη βροχή και πάνω από το μουσαμά πουρνάρια για δροσιά. Οι καλύβες στήνονταν σε ισιώματα κοντά στην εκκλησία, η οποία αποτελούσε το σημείο αναφοράς και το καταφύγιο στις δυνατές μπόρες.
Η επίπλωση ήταν πρωτόγονη, τα τελείως απαραίτητα. Στρώματα ριχμένα κάτω, σκεπάσματα και σε μια άκρη τα ελάχιστα κουζινικά. Σε σπανιες περιπτώσεις η καλύβα διέθετε κρεβάτια εκστρατείας, αυτό ήταν πολυτέλεια. Έξω από την καλύβα ήταν η «κουζίνα». Δυο πέτρες ή τούβλα αντικρυστά και σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε να στηρίζεται η κατσαρόλα από πάνω, αποτελούσαν την εστία μαγειρέματος. Ανάμεσα έκαιγαν ξύλα, τα οποία εύκολα μάζευε η νοικοκυρά από τα παρακείμενα μέρη, μια και υπήρχαν άφθονα. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς σήμερα ότι η επιχείρηση «μαγείρεμα» ήταν μια μικρή περιπέτεια και έπρεπε να διαθέσει κανείς τουλάχιστον τη μισή μέρα γι’αυτή τη δραστηριότητα, κάτι που ακούγεται εφιαλτικό στις σημερινές νοικοκυρές που με τη χύτρα ταχύτητας μαγειρεύουν το κρέας ή τα όσπρια σε μισή ώρα.
Στην καλύβα υπήρχε και ένα μέρος για τη φύλαξη των τροφίμων, σαν να λέμε το ψυγείο. Ψυγείο βέβαια τότε δεν υπήρχε ούτε στα σπίτια, αλλά ο πρόδρομός του, το «φανάρι», το γνωστό ντουλάπι που τα τοιχώματά του ήταν από σίτα για να αερίζoνται οι τροφές και να διατηρούνται περισσότερο χρόνο. Στη Μούκλιανη η αποθήκευση γινόταν σε ένα υπερυψωμένο μέρος, ένα τραπέζι για παράδειγμα, για να μη το φτάνουν τα διάφορα ζωύφια και ερπετά. Αλλά και τα τρόφιμα ήταν πενιχρά. Το ζυμωμένο από μέρες ψωμί τυλιγμένο σε μια πετσέτα (μετά την τρίτη μέρα έπρεπε να το βρέχεις για να το φας), τυρί, ελιές, ρύζι, όσπρια, πατάτες, ό,τι δηλαδή αντέχει για μέρες. Όταν σε τέσσερεις με πέντε μέρες τελείωναν τα τρόφιμα, τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πέρα στο μονοπάτι, πότε θα φανεί ο τροφοδότης πατέρας πάνω στο άλογο ή το γαϊδούρι φορτωμένο νέα εφόδια, φρέσκο ψωμί, τυρί, κρέας. Επιθεωρούσε την καλύβα, μήπως χρειαζόταν κάποια επιδιόρθωση, έλεγε τα νέα του χωριού και κατηφόριζε πίσω πριν βραδιάσει.
Εκείνο που ήταν άφθονο ήταν το γάλα, κι αυτό γιατί πολύ κοντά στον τόπο παραθερισμού υπήρχαν τα μαντριά των καθαρά κτηνοτροφικών οικογενειών του χωριού. Από εδώ λοιπόν προμηθεύονταν οι παραθεριστές το καθημερινό γάλα, το οποίο έβραζαν πρώτα για να αποφύγουν αρρώστιες όπως ο μελιταίος πυρετός. Το γάλα από τη φύση του είναι πλήρης τροφή,αλλά έφτιαχναν μ’αυτό και γιαούρτι ή ρυζόγαλο.
Νερό υπήρχε άφθονο και κρύο, όπως συμβαίνει με όλα τα βουνά. Υπήρχε μια βρυσούλα στην εκκλησία αλλά και ένα ρυάκι που έτρεχε διαρκώς και σε κάποια κοιλώματά του έπλεαν συνήθως καρπούζια για να διατηρούνται κρύα.
Σ’ό,τι αφορά στο θέμα τουαλέτα και καθαριότητα, ε, ας μην είμαστε απαιτητικοί. Όλος ο χώρος ήταν μια απέραντη υπαίθρια τουαλέτα, το δε μπάνιο γινόταν άπαξ της εβδομάδας σε μια τσίγγινη λεκάνη ρίχνοντας με το κατσαρολάκι ζεστό νερό.
Πώς περνούσαν οι παραθεριστές τις ατέλειωτες καλοκαιριάτικες μέρες ίσως αναρωτηθεί κανείς. Η ζωή ξεκινούσε από το πρωί, που πρώτο μέλημα της νοικοκυράς ήταν να ανέβει ως τις παρακείμενες στάνες για να προμηθευτεί το γάλα, να ανάψει στη συνέχεια φωτιά να το βράσει και μετά να ξεκινήσει την χρονοβόρα διαδικασία του μαγειρέματος. Τα παιδιά ξυπνούσαν αργότερα και άρχιζαν το παιχνίδι. Μεσημεριανή σιέστα και το απόγευμα, που δεν υπήρχαν δουλειές, μαζεύονταν όλοι στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Εκεί συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων μέχρι αργά το βράδυ ώσπου με την γκαζόλαμπα στο χέρι πήγαιναν για ύπνο στην καλύβα. Μια φιλική μας οικογένεια παραθέριζε συχνά εκεί και η μητέρα, η κυρία Σοφία, μια γυναίκα απλή, καλοσυνάτη και έντονα θρησκευόμενη, είχε έφεση στο να διηγείται διάφορες ιστορίες και μάλιστα μεταφυσικού περιεχομένου. Στις διηγήσεις της αναβίωναν φαντάσματα, σκιές που κυκλοφορούσαν μετά τα μεσάνυχτα, άγιοι που εμφανίζονταν από το υπερπέραν για να προφητέψουν τα μελλούμενα και διάφορα τέτοια. Ήταν τόσο περιγραφική και γλαφυρή στην αφήγησή της που κανείς δεν έμενε ανεπηρέαστος, κυρίως εμείς τα παιδιά, που κυριολεκτικά κρεμόμασταν από το στόμα της γεμάτα δέος. Κάπoια μάλιστα βράδια που ο καιρός ήταν βροχερός και κρύος, μετακομίζαμε με τα στρωσίδια στην εκκλησία για ύπνο και εκεί, στην υποβλητική ατμόσφαιρα του ναού με το φως των κεριών να φωτίζουν αμυδρά τους αγίους, οι διηγήσεις της κυρίας Σοφίας έπαιρναν άλλες διαστάσεις και είχες την εντύπωση ότι τώρα θα παρουσιαστεί κάποιος άγιος από το ιερό να ζητήσει το τάμα του. Οι στιγμές αυτές έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου μαζί με τη συμπαθητική μορφή της αξιαγάπητης Σοφίας.
Η διαμονή στο βουνό περιέκλειε και πολλούς κινδύνους. Πολλά ήταν τα ερπετά που σέρνονταν ανάμεσα στα πόδια μας μέσα και έξω από τις καλύβες, στο χώρο που παίζαμε. Εύλογα, αφού εμείς καταλάβαμε το χώρο τους και όχι αυτά τον δικό μας. Ιδιαίτερα επικίνδυνα ήταν οι οχιές και οι σκορπιοί, αλλά ευτυχώς δεν είχαμε ατυχήματα. Το βράδυ όμως το τοπίο αγρίευε, όλα ήταν θεοσκότεινα και περισσότερο δέος προκαλούσαν τα ολονύχτια ουρλιαχτά λύκων και τσακαλιών πέρα στο ρέμα.
Φαίνεται όμως πως τα ωφέλη της διαμονής μας εκεί ήταν πολύ περισσότερα από τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες.
Εκτός από τα δρομολόγια για τον ανεφοδιασμό,άλλοι επισκέπτες δεν έρχονταν, παρά μόνο κάποιες παρέες περαστικές που πήγαιναν για ξύλα. Επειδή η περιοχή είχε πολλά δέντρα και πουρνάρια, όλα τα παλικάρια του χωριού έπαιρναν τα ζώα και ανέβαιναν στο βουνό για να ετοιμάσουν τα ξύλα του χειμώνα. Δεμάτια-δεμάτια τα έδεναν στα ζώα, τα κατέβαζαν στο χωριό και εκεί τα έκοβαν ξανά με το τσεκούρι σε μικρά κομμάτια για να χωρούν στη σόμπα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, είτε γιατί τα οικονομικά βελτιώθηκαν είτε γιατί η μητέρα κουράστηκε από την πρωτόγονη αυτή κατάσταση, η παραθέριση γινόταν πια σε άλλη περιοχή του βουνού, στο μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος. Η διαφορά ήταν η μέρα με τη νύχτα. Πρώτα πρώτα υπήρχαν δωμάτια με το κουζινάκι, νεόχτιστα μάλιστα. Δεύτερη πολυτέλεια οι τουαλέτες, κοινόχρηστες ίσως , αλλά δεν ήταν υπαίθριες. Φορτηγάκια έφερναν και πουλούσαν τρόφιμα και γενικά υπήρχε ένα πολιτισμένο περιβάλλον για τα τότε δεδομένα. Μάλιστα, επειδή τα δωμάτια ήταν περιζήτητα, έπρεπε από το χειμώνα να κλείσει κανείς το δωμάτιο για είκοσι μέρες το καλοκαίρι έναντι αδρού τιμήματος.
Και το Αγιο Πνεύμα με τη σειρά του μπήκε και αυτό στην παρακμή όταν άρχισε η ομαδική φυγή προς τη θάλασσα, σε αντίσκηνα φτιαγμένα με το μουσαμα που σε λίγες μέρες θα χρησίμευε για το στέγνωμα των καπνών. Καραβάνια ολόκληρα αναχωρούσαν από το χωριό για την Τούζλα ή την Ασπροβάλτα με τις γκαζιέρες, τα ράντζα, τα στρώματα και κατασκήνωναν (ελεύθερο camping όπως θα λέγαμε σήμερα) κάτω από τα δέντρα.
Η θάλασσα γέμιζε από ένα μελίσσι ανίδεων κολυμβητών, χωρίς μαγιώ , με το εσώρουχο οι άντρες και οι γυναίκες πολλές φορές με τα φουστάνια, δεμένα ανάμεσα στα πόδια με μια παραμάνα. Σκηνές ιταλικού νεορρεαλιστικού κινηματογράφου, καταγεγραμμένες στη μνήμη που η ανάμνησή τους σήμερα προκαλεί θυμηδία.
Πόσο άλλαξαν τα πράγματα… Σαρωτικές αλλαγές μέσα σε 50 χρόνια, που δεν θα μπορούσε να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό. Από τα άγρια μονοπάτια της Μούκλιανης σήμερα σερφάρουμε στο Internet. Και από την τότε αδυναμία και ανορεξία, τώρα σε μια ευδαιμονιστική κοινωνία προσπαθούμε να αναχαιτίσουμε την παχυσαρκία. Τι τραγική ειρωνεία, αλήθεια…
Μαρούλα μου καλή σου μέρα, πολύ μου άρεσε αυτή η ενασχόλησή σου. Μπάβο!!. Το κάθε κείμενο-ιστορία, έχει την αξία του, ιδιαίτερα από κάποια σημεία που σίγουρα αγγίζουν όλους μας, ως κοινά βιωματικά στοιχεία των γεννημένων στη δεκαετία του ’60, και ανεξάρτητα από που καταγόμαστε και πως μεγαλώσαμε. Όταν διάβασα για την αποβολή σου, έσκασα στα γέλια, διότι είχα παρόμοιο περιστατικό. Αποβολή μιας μέρας, (το πρωί στην γραμμή, μετά την προσευχή και την έπαρση σημαίας), στην τρίτη τάξη στο γυμνάσιο Τήνου, εγώ, ο αδελφός μου και πέντε έξι ακόμη, επειδή πήγαμε σε…πάρτυ. Με λίγη μυθοπλασία θα είναι τέλειες ”short stories”, που είναι και τάση τα τελευταία χρόνια.