Μια αληθινή ιστορία
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50 σε ένα χωριό της Μακεδονίας. Η Ελλάδα μόλις έχει βγει από τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο, υπάρχει φοβερή φτώχεια και οι άνθρωποι προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές τους και να ορθοποδίσουν.
Το ίδιο προσπαθεί να κάνει και μια χήρα με την πολυμελή οικογένειά της (εφτά παιδιά!). Για τη συγκεκριμένη οικογένεια η ζωή κυλά ακόμη πιο δύσκολα, γιατί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου οι αντάρτες τους είχαν κάψει το σπίτι, το οποίο τώρα έπρεπε να αποκατασταθεί.
Σαν μια κυψέλη με αρχηγό τη μητέρα γίνεται ο καταμερισμός των εργασιών: οι πέντε αδερφές εργάζονται ως εργάτριες στα ξένα χωράφια και συγχρόνως ασχολούνται με το ζύμωμα, το πλέξιμο και το ράψιμο για τις ανάγκες της οικογένειας. Ο μεγάλος αδερφός στα χωράφια και ο μικρός, ο Μιχάλης, μαθητής του Δημοτικού, βόσκει τις κατσίκες και παράλληλα κάνει και κάποια μικροθελήματα με αμοιβή ένα πιάτο φαϊ.
Τα χρόνια περνούν, κάποιες από τις αδερφές παντρεύονται και ήρθε η ώρα που ο Μιχάλης τελείωσε το Δημοτικό. Όπως κάποιοι από τους συμμαθητές του, επιθυμεί και αυτός να δώσει εξετάσεις για να εισαχθεί στο Γυμνάσιο της διπλανής κωμόπολης. Στο άκουσμα της επιθυμίας αυτής η μητέρα αντέδρασε σθεναρά. Το επιχείρημα ήταν ότι δεν υπήρχαν χρήματα για σπουδές και κατά δεύτερο, θα έλειπε ένα μέλος από την «κυψέλη» και ποιος θα το αναπλήρωνε; Κανένα χέρι δεν περίσσευε. Παρόλες τις παραινέσεις του δασκάλου στη μάνα ότι ο Μιχάλης ήταν πολύ καλός μαθητής και θα ήταν μεγάλο κρίμα να μη συνεχίσει παραπέρα, η μητέρα ήταν ανένδοτη.
Οι εξετάσεις του Ιουνίου έγιναν χωρίς φυσικά ο Μιχάλης να πάρει μέρος. Οι δυσκολίες της ζωής, η άρνηση της μητέρας και η έλλειψη χρόνου όχι μόνο δεν πτόησαν το Μιχάλη, αντίθετα του ατσάλωσαν τη θέληση να βρει τον τρόπο για να εισαχθεί στο Γυμνάσιο με τη δεύτερη ευκαιρία που δινόταν το Σεπτέμβριο. Οι υποψήφιοι έπρεπε να προγυμναστούν στην Έκθεση και τα Μαθηματικά. Κάθε μέρα που ο Μιχάλης πήγαινε τις κατσίκες για βοσκή, περνούσε έξω από το σπίτι ενός εθελοντή προγυμναστή, όπου ήταν μαζεμένοι οι υποψήφιοι συμμαθητές του. Έβοσκε τις κατσίκες και διάβαζε κρυφά, ο καημός του ήταν μεγάλος. Πώς να δώσει εξετάσεις χωρίς την έγκριση της μητέρας και επιπλέον, για τη συμμετοχή απαιτούνταν και το ποσό των 50 δραχμών, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για τα τότε δεδομένα, και το οποίο φυσικά έλειπε από το σπίτι.
Μια μέρα, επιστράτευσε όλο το κουράγιο που του έδινε η σφοδρή επιθυμία για μάθηση και μπαίνοντας στο «φροντιστήριο» παρακάλεσε τον προγυμναστή να συμμετέχει και αυτός στα μαθήματα. Από εκείνη την ημέρα άφηνε για μια δυο ώρες τις κατσίκες και κρυφά έτρεχε στα μαθήματα, ενώ παράλληλα διάβαζε πυρετωδώς
Έμενε τώρα να υπερκεραστεί το άλλο εμπόδιο,της εξεύρεσης των 50 δραχμών… Ο μόνος που θα μπορούσε να βοηθήσει, αν τον παρακαλούσε, ήταν ο θείος του, ο αδερφός της μάνας, που έτρεφε ιδιαίτερα αισθήματα για τα ορφανά της αδερφής του. Το θαύμα έγινε! Ο θείος δέχτηκε να χρηματοδοτήσει τις εξετάσεις και παράλληλα υποσχέθηκε ότι δεν θα προδώσει το μυστικό του ανεψιού.
Ο Σεπτέμβριος έφτασε και ο Μιχάλης, σίγουρος για τον εαυτό του, έδωσε εξετάσεις και αρίστευσε! Το όνειρο έγινε πραγματικότητα, πέρασε στο Γυμνάσιο! Μαζί με το θείο πήγαν να το ανακοινώσουν στη μάνα, η οποία δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της, αλλά ποιούμενη την ανάγκη φιλοτιμία και μπρος στη σφοδρή επιθυμία του Βενιαμίν της, συγκατένευσε. Συνηγόρησαν και οι αδερφές, που υποσχέθηκαν να βοηθήσουν τον μικρό να τελειώσει τις σπουδές του.
Ο Μιχάλης, όπως συνέβαινε τότε και με άλλα παιδιά των χωριών, διήνυε καθημερινά 12 χιλιόμετρα με τα πόδια, με ήλιο, χιόνια και βροχή, μέχρι το σχολείο της διπλανής κωμόπολης. Τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση δουλεύοντας και διαβάζοντας, έδωσε επιτυχώς εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, σπούδασε και διακρίθηκε στον τομέα που επέλεξε, μετερχόμενος όλα τα στάδια της ιεραρχίας.
Ποτέ όμως στη μετέπειτα ζωή του δεν ξέχασε το 50άρικο εκείνο που του άλλαξε τη ζωή!
Υ.Γ. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή χωρίς στοιχεία μυθοπλασίας και αναφέρεται σε επιστήθιο φίλο μας.