Ο Ηρόδοτος σε κάποια από τις ιστορίες του αναφέρει ότι μπορείς να δεις πόλεις χωρίς νόμους, χωρίς τείχη, χωρίς μνήματα, αλλά ποτέ χωρίς βωμό ή ναό. Εγώ θα συμπλήρωνα – κι ας μου επιτρέψει ο μεγάλος ιστορικός την «ασέβεια» – δεν θα δεις χωριό χωρίς τρελό.
Και όταν λέμε τρελό, δεν εννοούμε απαραίτητα κάποιον που να έχει έντονα ψυχολογικά προβλήματα, να είναι επικίνδυνος ή να χρήζει θεραπείας και εγκλεισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα. Πρόκειται συνήθως για κάποιον τύπο λίγο αφελή, λίγο γραφικό, λίγο παράξενο, κάποιον εν πάση περιπτώσει που ξεφεύγει από το μέτρο και αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους άλλους.
Παρόλο που το χωριό μου διακρινόταν ανέκαθεν για το ανοιχτό μυαλό των κατοίκων του,τη δίψα για μάθηση και τη δημιουργικότητα, όμως τύχαινε να έχει κάποιους τέτοιους «αφελείς». Ίσως να έφταιγε σ’αυτό η κληρονομικότητα λόγω των επιμειξιών,καθώς οι γάμοι γίνονταν μεταξύ των κατοίκων του χωριού εν πολλοίς,ίσως να έφταιγε το στερητικό από ερεθίσματα περιβάλλον πολλών σπιτιών, όμως θυμάμαι κάποιους χαρακτηριστικά αφελείς που τους κοροϊδεύαμε…
Εντονότερα όμως η μνήμη μου έχει καταγράψει κάποιον που δεν ήταν γέννημα θρέμμα του χωριού,αλλά βρέθηκε εκεί, χωρίς να θυμάμαι από πού κρατούσε η σκούφια του. Ήταν μια ψιλόλιγνη φιγούρα που συνήθιζε να φοράει ένα παντελόνι αρκετά εκατοστά πιο πάνω από τον αστράγαλο, το οποίο συγκρατούσε στη μέση του με σκοινί αντί για ζώνη. Αξύριστος συνήθως και στην πλάτη του είχε μονίμως ένα δισάκι, μάλλον ήταν όλη του η περιουσία.
Το όνομά του ήταν Βασίλης, λίγοι όμως τον ήξεραν με το όνομά του. Οι περισσότεροι τον ήξεραν με την προσωνυμία που οι ίδιοι του είχαν προσάψει: Μηδενιστής. Ο εν λόγω λοιπόν άνθρωπος κάποτε σπούδαζε στον τόπο του, κάτι όμως δεν είχε πάει καλά, του «έστριψε», κατά την λαϊκή έκφραση,παράτησε σπουδές και τόπο και βρέθηκε στο χωριό μας. Μιλούσε όμως διαρκώς με στόμφο, μάλλον φιλοσοφούσε, αλλά απορρίπτοντας πολλές από τις καθιερωμένες και επιβεβλημένες αξίες εξισώνοντας και ανάγοντας τα πάντα με το μηδέν, εξ ου και το παρατσούκλι του.
Ζούσε σε μια τρώγλη, ένα εγκαταλειμμένο σπίτι και βιοποριζόταν στοιχειωδώς εργαζόμενος στα χωράφια. Επειδή όμως η εργασία αυτή απαιτεί πειθαρχία, υπομονή και κάποιο συγκεκριμένο ωράριο, που δυσκολευόταν και μάλλον δεν ήθελε να τηρήσει, προτιμούσε να καθαρίζει τα χωράφια από τις πέτρες. Έτσι, πολλοί ήταν εκείνοι που ορκίζονταν ότι τον είχαν δει να τρίβει πέτρες μεταξύ τους και να τρώει τη σκόνη…
Η μητέρα μου διαπνεόταν σε υπερβολικό βαθμό από φιλάνθρωπα αισθήματα και πολλές φορές θυμάμαι τον Μηδενιστή να έρχεται στο σπίτι μας για λίγη ζεστασιά ή ένα πιάτο φαγητό και να αρχίζουν οι δυο τους φιλοσοφικές συζητήσεις. Από τη μια ο Μηδενιστής να ανάγει τα πάντα στο μηδέν, αρνούμενος θρησκεία, νόμους, κανόνες ζωής, και από την άλλη η μητέρα μου να προσπαθεί να τον πείσει για την ύπαρξη του Θεού, τη σοφία με την οποία εποίησε τα πάντα, την υπακοή στους νόμους, αλλιώς θα είμαστε ζούγκλα κλπ κλπ.
Ήμουν πολύ μικρή για να μπορώ να καταλάβω το νόημα, και, για να πω την αλήθεια, η παρουσία αυτού του ανθρώπου στο σπίτι μου ενέπνεε κάποιο φόβο. Σ’αυτό συνέβαλε και η αρνητική χροιά του προσωνυμίου του, που όσο κι αν δεν μπορούσα να το καταλάβω πλήρως, ψυχανεμιζόμουν όμως ότι δεν σήμαινε κάτι καλό… Και δεν έβλεπα την ώρα να φύγει από το σπίτι,κάνοντας πολλές φορές νοήματα στη μητέρα μου να τον διώξει.
Δεν θυμάμαι τι απέγινε, όμως μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά ότι παρά τις ακραίες για την εποχή του ιδέες, κανέναν δεν πείραξε, κανέναν δεν επιβουλεύτηκε, δεν υπήρξε σάτυρος ούτε κλέφτης ούτε παιδεραστής ούτε… ούτε… αντίθετα με πολλούς «λογικούς» σήμερα που ακούμε καθημερινά στις ειδήσεις να προβαίνουν σε ακατονόμαστες πράξεις…