Και πότε δεν δίναμε δηλαδή; Ολόκληρη η ζωή μας είναι διαρκείς εξετάσεις, στις οποίες άλλοτε πετυχαίνουμε και άλλοτε όχι.
Εγώ εδώ θα αναφερθώ στις δικές μου εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, που τότε δεν τις λέγαμε πανελλαδικές ή πανελλήνιες, αλλά εισαγωγικές, και δεν διεξάγονταν Μάιο ή Ιούνιο, όπως τώρα, αλλά τον Σεπτέμβριο, όπερ σημαίνει ότι εκείνο το καλοκαίρι έπεφτε πολύ διάβασμα και μόνο διάβασμα και φροντιστήριο.
Τις σχολές επιλογής στο μηχανογραφικό τις δηλώναμε από τον Ιούνιο, μόλις παίρναμε το απολυτήριο. Το «κακό» με τις αναμνήσεις είναι ότι έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν και να το βρίσκουμε καλύτερο από το τώρα, όμως εγώ επιμένω ότι το σύστημα εκείνο ήταν πολύ καλύτερο από το σημερινό, πρώτον γιατί οι εξετάσεις ήταν αποσυνδεδεμένες από το σχολείο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρακολουθούσαμε όλα τα μαθήματα των τελευταίων τάξεων κανονικά, ενώ σήμερα το σχολείο έχει μετατραπεί σε φροντιστήριο, όπου οι μαθητές παρακολουθούν μόνο τα μαθήματα στα οποία θα εξεταστούν και στα υπόλοιπα γίνεται μέσα στην τάξη η ώρα του παιδιού (οι συνάδερφοι θα συμφωνήσουν μαζί μου). Κατά δεύτερο, καθώς η ύλη τότε ήταν πολύ περισσότερη, δεν ευνοούνταν το σύστημα της κατά λέξη αποστήθισης και έτσι δεν υπήρχε ο πληθωρισμός των βάσεων, που έχει οδηγήσει τις περιζήτητες σχολές σε αστρονομικά ύψη: εισάγεσαι π.χ. στην Ιατρική με 19,2 αλλά όχι με 18,6…
Από πολύ μικρή, πριν ακόμα κατανοήσω τι εστί λόγος, είχα εκφράσει την επιθυμία να γίνω φιλόλογος! Κάπου είχα ακούσει τη λέξη, κάτι τα πολλά ο που γεμίζουν το στόμα, κάτι η επανάληψη του υγρού συμφώνου λ στη λέξη, που δίνει μια γλύκα, εν πάση περιπτώσει δήλωνα ότι θα γίνω φιλόλογος.
Όταν πήγα γυμνάσιο και αρχίσαμε στην Γ΄τάξη να κάνουμε αρχαία από το περίφημο Αναγνωστικό της Αρχαίας του Ζούκη («Πιστεύω τω φίλω. Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις…»), είχαμε έναν φιλόλογο με τον οποίο όλες οι μαθήτριες ήμασταν ψιλοερωτευμένες. Αυτό ήταν! Άρχισα να διαβάζω αρχαία για να ξεχωρίσω στην τάξη και να με προσέξει ο εν λόγω καθηγητής και από τότε έδωσα βαρύτητα στα φιλολογικά μαθήματα.
Από την άλλη, στο σπίτι ο πατέρας μου, που ήταν πολύ υπέρ της μάθησης, καθώς είχε τελειώσει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο, μου τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό ότι πρέπει να αποχτήσω ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ένα «βραχιόλι» (όπου βραχιόλι ίσον πτυχίο, κατά την ορολογία της εποχής). Η εντολή ήταν σαφής, δεν υπήρχε τρίτη λύση: ή βραχιόλι ή καθαρίστρια. Αν δεν ήθελα λοιπόν να περάσω τη ζωή μου καθαρίζοντας σκάλες, έπρεπε να σπουδάσω.
Παίρνω λοιπόν το απολυτήριο, δηλώνω τη σχολή προτίμησης, εννοείται φιλολογικός κύκλος, και αρχίζει το καλοκαίρι του μαρτυρίου. Όλη μέρα διάβασμα και το απόγευμα φροντιστήριο. Για να ξελαμπικάρει κάπως το μυαλό, πήγαινα και ερχόμουν από το Φάληρο μέχρι την Παύλου Μελά, που ήταν το φροντιστήριο, με τα πόδια. Αυτή ήταν και η μόνη μου βόλτα όλο το καλοκαίρι. Τα μαθήματα στα οποία εξεταζόμασταν ήταν: Αρχαία, Έκθεση, Ιστορία και Λατινικά.
Φτάνει η μέρα των εξετάσεων στις αρχές Σεπτεμβρίου. Εξεταστικά κέντρα τότε ήταν όχι το κάθε σχολείο, όπως σήμερα, αλλά μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη – πιθανόν και στα Ιωάννινα, αλλά δεν παίρνω όρκο. Εγώ έδινα εξετάσεις στο σημερινό 17ο Γυμνάσιο-Λύκειο, επί της Χριστοπούλου, πίσω από την Αχειροποίητο. (Η μοίρα το έφερε αργότερα να διδάσκω ως καθηγήτρια επί δύο χρόνια στο σχολείο αυτό). Ήμουν αρκετά καλά προετοιμασμένη, είχα διαβάσει πολύ, όμως η αγωνία ήταν στο κόκκινο και η καρδιά χτυπούσε σαν ταμπούρλο.
Κατευθυνόμαστε στις καθορισμένες αίθουσες. Πρώτο μάθημα Έκθεση και ιδού το θέμα: «Ημέας στασιάζειν χρεόν εστιν εν τε τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε περί του οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται». Πρόκειται για απόσπασμα από την Ιστορία των Περσικών Πολέμων του Ηροδότου, που αναφέρεται στα γεγονότα πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν υπήρχε διαφωνία ανάμεσα στους αρχηγούς των Ελλήνων για το πού θα δοθεί η ναυμαχία. Τη φράση αυτή την είπε ο Αριστείδης στον πολιτικό του αντίπαλο Θεμιστικλή και σημαίνει: «Εμείς έχουμε χρέος να συγκρουόμαστε και σε κάθε άλλη ώρα και προπάντων τώρα για το ποιος θα προσφέρει πολυτιμότερες υπηρεσίες στην πατρίδα». Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Αριστείδης τότε ήταν εξόριστος με τη μέθοδο του εξοστρακισμού (οστρακισμού, επί το σωστότερο), παρ’ όλα αυτά όμως πήγε οικειοθελώς στη Σαλαμίνα για να δώσει χρήσιμες συμβουλές για τη διεξαγωγή της σύρραξης. Εννοείται ότι δεν δόθηκε καμιά εξήγηση πάνω στο θέμα – σας θυμίζω ότι πολύ αργότερα δόθηκε στους μαθητές κατά τις Πανελλήνιες θέμα έκθεσης με τις λέξεις αρωγή και ευδοκίμηση και αναγκάστηκε το Υπουργείο Παιδείας να στείλει συμπληρωματικό υπόμνημα με την ερμηνεία των λέξεων! Ελάχιστοι ήταν οι μαθητές που τις ήξεραν!
Τη μεθεπόμενη μέρα δώσαμε Αρχαία Ελληνικά. Πέλαγος η ύλη: όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, ρήτορες, ιστορικοί. Εξεταστήκαμε σε κείμενο του Θουκυδίδη (καθόλου εύκολο) καθ΄υπαγόρευση! Η δυσκολία με την υπαγόρευση είναι ότι ακούγοντας τον φθόγγο ι δεν είσαι σίγουρος αν πρόκειται για οι (άρθρο), η (άρθρο), οι (αναφορική αντωνυμία), ή (διαζευκτικό), άρα έχεις να παλέψεις με ένα κείμενο που πρέπει από τα συμφραζόμενα να καταλάβεις τι ι είναι αυτό που ακούς, εν ολίγοις έχεις να παλέψεις με έναν άγνωστο εχθρό. Έπρεπε να γράψουμε τη μετάφραση του κειμένου αυτού και στη συνέχεια να απαντήσουμε σε γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις.
Τρίτο μάθημα η Ιστορία. Άλλο πέλαγος εδώ… Από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τις ημέρες μας. Το θέμα βέβαια με την ιστορία είναι ότι απαιτεί διάβασμα. Αν διαβάσεις, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα γράψεις.
Τελευταίο μάθημα τα Λατινικά. Ε, καλά, αυτό ήταν το δυνατό μου σημείο, απόδειξη ότι πήρα 20! Κι εδώ φυσικά είχαμε απεριόριστη ύλη, δεν προλάβαινες να τη διαβάσεις όλη: Τα βιβλία του Ιουλίου Καίσαρα “De bello Gallico” και “De bello civili” και επιπλέον οι «Βίοι» του Κορνήλιου Νέπωτα. Το κείμενο πάλι καθ’ υπαγόρευση – στα λατινικά αυτό δεν έχει δυσκολία,ό,τι ακους εκείνο γράφεις – ζητούσαν μετάφραση και να απαντήσουμε κι εδώ σε συντακτικές και γραμματικές παρατηρήσεις.
Επί τέλους ανάσα! Οι εξετάσεις τελείωσαν! Κανείς από τους υποψήφιους δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν έγραψε ή όχι καλά. Περιμέναμε πλέον τα αποτελέσματα που έβγαιναν μετά από ενάμιση μήνα.
Στις 25 Οκτωβρίου οι εφημερίδες έγραψαν ότι την επόμενη μέρα θα έβγαιναν τα αποτελέσματα. Περιττό να πω ότι τη νύχτα εκείνη δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου, στριφογύριζα σαν σβούρα στο κρεβάτι. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου – μεγάλη η χάρη Του! – αξημέρωτα σχεδόν, κατάλαβα τη μητέρα μου να γλυστρά κρυφά από το σπίτι για να πάει να αγοράσει εφημερίδα (μόνο από εκεί μαθαίναμε τα αποτελέσματα). Είχε αφήσει την εξώπορτα μισάνοιχτη για να ξανάρθει αθόρυβα, να δει πρώτη τα αποτελέσματα και, αν τυχόν υπήρχε αποτυχία, να με προετοιμάσει ανάλογα (αχ, ρε μάνα…). Την πρόλαβε όμως ένας ξάδερφός μου, που επειδή έδινε και η αδερφή του εξετάσεις, είχαν ήδη πάρει την εφημερίδα και έτρεξε ως άγγελος καλών ειδήσεων να αναγγείλει τα ευχάριστα και για μένα και για την αδερφή του, βρίσκοντας μάλιστα και την πόρτα ανοιχτή!
Χαράς ευαγγέλια! Θρίαμβος! Χαρές και πανηγύρια! Άνοιγε πλέον ο δρόμος για το «βραχιόλι», το έβλεπα ήδη στο χέρι μου! Θα γινόμουν φοιτήτρια, θα γινόμουν καθηγήτρια φιλόλογος! Το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά.
Και το πτυχίο το πήρα μετά από τέσσερα χρόνια και καθηγήτρια έγινα και στη σύνταξη βγήκα και ακόμα αναρωτιέμαι τι γρήγορα περνούν τα χρόνια σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα, αλλά και τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν, κατά τον Καβάφη.
Πόσα μου θύμισες Μαρούλα μου και πόσο δίκιο έχεις όταν υποστηρίζεις ότι το τότε σύστημα εξετάσεων ήταν πολύ καλύτερο από το σημερινό και πολύ πιό δύσκολο.Μεγάλη ύλη, όχι απαραίτητα καθορισμένη,διάβασμα από πολλά μη σχολικά βιβλία και θέματα που απαιτούσαν γνώση,κρίση και όχι αποστήθιση. Και στο Λύκειο παρακολουθούσαμε και εξεταζόμασταν σε όλα τα μαθήματα μέχρι την τελευταία μέρα του Ιουνίου.