Ακούγεται περίεργο, δεν είναι και το σύνηθες στα δέκα σου να γίνεσαι κουμπάρα, νουνά ναι, συμβαίνει, αλλά κουμπάρα… Κι όμως οι γονείς μου αποφάσισαν να μου αναθέσουν το ρόλο αυτό για να απεμπλακούν οι ίδιοι…

Πώς συνέβη αυτό; Ήρθε λοιπόν μια ωραία πρωία ο μέλλων γαμπρός, βαφτιστήρι της μαμάς, και, όπως επέβαλε το έθιμο, ζήτησε από τη μητέρα μου και νουνά του να τον στεφανώσει. Η μητέρα μου είχε ήδη στεφανώσει μέχρι τότε ουκ ολίγες φορές, γιατί είχε και πολλά βαφτιστήρια, οπότε πρότεινε στον πατέρα μου να διεκπεραιώσει αυτή την «αγγαρεία». Εκείνος φυσικά αντέτεινε «δικό σου βαφτιστήρι είναι, δεν με αφορά το θέμα», να αρνηθούν δεν γινόταν, θα ήταν μεγάλη προσβολή για το γαμπρό, κι έτσι ο κλήρος πέφτει στο γενναίο,δηλαδή σε μένα, ως πρωτότοκη που ήμουν!

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το δέχτηκα ασμένως. Σε μια ηλικία που το μόνο που σε απασχολεί είναι το παιχνίδι, τι δουλειά είχα εγώ να αναλάβω αυτό το ρόλο… Ήμουν ένα παιδί πολύ ντροπαλό, δεν μου ταίριαζαν αυτά, όμως ήμουν και πολύ υπάκουο και γενικά καλόβολο παιδί, έτσι αποδέχτηκα στωικά τη μοίρα μου μην έχοντας άλλωστε περιθώρια επιλογής.

Έφτασε η καθορισμένη Κυριακή. Η μητέρα μου το προηγούμενο διάστημα με πήγε στη μοδίστρα στις Σέρρες, παρακαλώ, όχι στο χωριό, και μου ετοίμασαν για την περίσταση ένα κόκκινο ταγιεράκι (!) που στο ζακετάκι είχε γύρω γύρω ένα άσπρο φυτιλάκι. Μου φόρεσαν και μια άσπρη μπουτονιέρα και κρατώντας τα στέφανα στο χέρι με το γαμπρό και συνοδεία κόσμου και οργάνων πήγαμε στο σπίτι της νύφης για να την παραλάβουμε για την εκκλησία, όπως συνέβαινε τότε – μπορεί και σήμερα, δεν έχω παραστεί σε γάμο εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό.

Μπήκαμε στην εκκλησία και πήραμε θέση. Εγώ πίσω ακριβώς από το ζευγάρι, ως είθισται, μόνο που ήταν αδύνατο να τους φτάσω, αν και δεν ήταν και πρώτο μπόι. Αφού πρώτα πήγα μπροστά και τους φόρεσα τις βέρες, ο λεγόμενος αρραβώνας, στη συνέχεια με ανέβασαν σε ένα σκαμνάκι για τα στεφανώματα. Οι οδηγίες ήταν ρητές: προσοχή, μη τσουγκρίσεις τα στέφανα μεταξύ τους, γιατί το ζευγάρι θα μαλώνει σε όλη του τη ζωή. Όσο όμως και να είχα αυτό κατά νου, είτε γιατί τα χεράκια μου ήταν πολύ αδύναμα, είτε γιατί είχα τρακ, κάθε φορά που προσπαθούσα να διασταυρώσω τα στέφανα πάνω από τα κεφάλια του ζευγαριού, διαρκώς τα τσούγκριζα σαν πασχαλινά αβγά.

Το κόκκινο κρασί που πίνει το ζευγάρι κατά το γάμο έχει συμβολική σημασία, πρόκειται για αναφορά στο γάμο της Κανά, όπου ο Ιησούς μετέτρεψε το νερό σε κρασί. Στο χωριό μας ο ιερέας δεν δίνει κρασί μόνο στους νυμφευόμενους, αλλά και στον κουμπάρο, και την ώρα που ο κουμπάρος πίνει το κρασί, οι παρευρισκόμενοι συνηθίζουν να φωνάζουν εν χορώ «όλο, όλο, όλοοοοο!» Αυτό ήταν… Είχα που είχα συστολή, τρακ, τρέμουλο, με το κρασί και την παρότρυνση «όλο, όλοοοοο» ήρθε και έδεσε το πράγμα. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει το μυστήριο – μαρτύριο.

Έμενε ο χορός του Ησαία. Πώς όμως να ακολουθήσω το ζευγάρι στους τρεις γύρους κρατώντας παράλληλα τα στέφανα πάνω από τα κεφάλια, αφού δεν τους έφτανα; Το πρόβλημα λύθηκε, καθώς επιστρατεύτηκε ο πατέρας μου (όσο κι αν ήθελε να τα αποφύγει αυτά, τελικά δεν έμεινε αμέτοχος), με πήρε αγκαλιά και υπερκεράστηκε και αυτή η δυσκολία. Εννοείται ότι το κεφαλάκι μου έγινε στόχος ρυζιού και κουφέτων – ευτυχώς σήμερα τα κουφέτα απαγορεύτηκαν, γιατί υπήρχαν και θύματα.

Ο γάμος έφτασε στο τέλος, όχι όμως και το μαρτύριό μου. Έπρεπε να σταθώ δίπλα στους  νεόνυμφους τώρα για τις ευχές «πάντα άξια». Όλο το χωριό πέρασε να ευχηθεί, άλλοι μου χτυπούσαν το κεφάλι, άλλοι μου δίναν το χέρι και, αφού τελείωσαν και οι χαιρετισμοί, πήγαμε στην πλατεία και άρχισε ο χορός. Έπρεπε να χορέψει και η κουμπάρα, βεβαίως, μόνο που η κουμπάρα δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα. Με έσερναν λοιπόν από εδώ κι από κει κι εγώ μέσα μου ανέπεμπα δεήσεις να λάβει τέλος η σεμνή αυτή τελετή, μέχρι που  τελείωσε και ο χορός και πήγαμε στο σπίτι του γαμπρού για το κέρασμα. Ουφ…. ανάσανα…

Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύουν οι προλήψεις για το τσούγκρισμα των στεφανιών κατά τη στέψη, εκείνο όμως που έμαθα αργότερα είναι ότι το ζευγάρι γλυκό ψωμί δεν έφαγε στη μετέπειτα ζωή του…