Ο καπνός είναι μονοετές φυτό ποώδες, το οποίο καλλιεργείται για τα φύλλα του, που μετά από κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται για κάπνισμα. Τον χρησιμοποιούσαν οι Ινδιάνοι στην Αμερική πριν αυτή ανακαλυφτεί από τον Κολόμβο, και πίστευαν ότι έχει σπουδαίες φαρμακευτικές ιδιότητες. Τον κάπνιζαν ή τον μασούσαν.
Η εισαγωγή του στην Ευρώπη έγινε το 16ο αι. (1550 περίπου) από Ισπανούς και Πορτογάλους, που στη συνέχεια οι θαλασσοπόροι αυτοί τον διέδωσαν σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα έφτασε το 17ο αι. και καλλιεργήθηκε πρώτα στην Ξάνθη και μετά στη Μακεδονία. Το χαρακτηριστικό του καπνού είναι η νικοτίνη, ουσία εθιστική που χαρακτηρίζεται σαν ναρκωτικό. Στον καπνό των πούρων, επειδή αυτά υφίστανται ειδική επεξεργασία με διάφορες ζυμώσεις, χάνεται αρκετή ποσότητα νικοτίνης.
Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες καπνού. Το χωριό μας ήταν κατ’εξοχήν καπνοπαραγωγικός τόπος. Οι κάτοικοί του, στην πλειονότητά τους, ασχολούνταν αποκλειστικά με την παραγωγή καπνού, ήταν το κύριο μέσο βιοπορισμού και επειδή η ενασχόληση με το προϊόν αυτό διαρκούσε ολόκληρο σχεδόν το χρόνο, δεν υπήρχε ούτε χρόνος αλλά ούτε και διάθεση για κάτι άλλο, π.χ. λουλούδια ή οπωροφόρα δέντρα, μόνο κάποιοι φτωχικοί μπαξέδες υπήρχαν, για να καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων.
Ο Μάρτιος σηματοδοτούσε την έναρξη της καλλιέργειας του καπνού και ο κύκλος τελείωνε το χειμώνα, με το παστάλιασμα. Το πρώτο στάδιο, λοιπόν, λάμβανε χώρα στις αρχές Μαρτίου και ήταν η σπορά του καπνού στα φυτώρια, δηλαδή ετοίμαζαν τους χασλαμάδες (μάλλον τουρκική η λέξη). Ενα καλά οργωμένο χωράφι, το χασλαμότοπο, το χώριζαν σε μακριές λουρίδες παράλληλες μεταξύ τους, μήκους κάποιων μέτρων, όσο και το μήκος του χωραφιού και πλάτους ενός περίπου μέτρου, που τις ονόμαζαν σανίδια, και αυτό γιατί σταθεροποιούσαν το οργωμένο χώμα από τα πλάγια με σανίδες για να μη κυλάει. Ανάμεσα στις λουρίδες αυτές υπήρχαν αυλάκια που διευκόλυναν την πρόσβαση αλλά και το πότισμα μετά. Ακολουθούσε το τσουγκράνισμα και ύστερα η σπορά. Τον σπόρο τον αναμείγνυαν με στάχτη για να σκορπά ομοιόμορφα πάνω στις αφράτες από το όργωμα λουρίδες (σανίδια). Ύστερα κάποιος, κατά προτίμηση με μεγάλες πατούσες (άντρας κυρίως) πατούσε πάνω στα σανίδια με μικρά και πυκνά βηματάκια για να εισχωρήσει καλά ο σπόρος στο χώμα. Η διαδικασία τελείωνε με κόπρισμα και πότισμα.
Το πότισμα γινόταν καθημερινά. Συνήθως στο χασλαμότοπο υπήρχε στέρνα, αλλά για να γεμίσει νερό, διαδραματίζονταν σκηνές απείρου κάλλους στις γειτονιές, καθώς το νερό ήταν πολυτέλεια. Υπήρχαν οι βρύσες βέβαια που έτρεχαν ασταμάτητα και το νερό κυλούσε σε αραγωγούς (αυλάκια), αλλά οι καυγάδες στήνονταν για το ποιος θα πρωτοπάρει το νερό από το αυλάκι στη στέρνα του. Έτσι κάθε βράδυ κάποιος από κάθε οικογένεια (στη δική μας αυτό το ρόλο είχε αναλάβει η γιαγιά μου η Μαριγούδα) πήγαινε εκεί και περίμενε να έρθει η σειρά του ώστε να στρέψει τη διαδρομή του νερού προς τη στέρνα του για κάποιες ώρες, μέχρι αυτή να γεμίσει.
Με το καθημερινό πότισμα οι σπόροι έσκαγαν και έβγαιναν τα φυντάνια, αλλά μαζί φύτρωναν και αγριόχορτα (αγριάδα, τσουκνίδες), έτσι το δεύτερο στάδιο ήταν το ξεβοτάνισμα από τα αγριόχορτα για να μεγαλώνει ο καπνός απρόσκοπτα. Ενίοτε γινόταν και κανένα ράντισμα.
Δυο μήνες αργότερα, αρχές του Μάη, ξεκινούσε η φυτεία. Στη γιορτή του Αγίου Χριστοφόρου, 9 Μαϊου, στη λειτουργία που τελούνταν, διαβαζόταν και αγιασμός, τον οποίο έπαιρναν και σκορπούσαν στα χωράφια, για να πάνε καλά οι δουλειές (από Θεού άρξασθαι…). Η φυτεία ήταν μια εργασία που απαιτούσε πολλά χέρια. Την περίοδο εκείνη το χωριό ερήμωνε όλη την ημέρα, καθώς όλοι, νέοι, γέροι και παιδιά, ήταν επιστρατευμένοι στα χωράφια, γιατί όλοι κάτι είχαν να προσφέρουν. Πρωί πρωί πήγαιναν στο χασλαμότοπο και έβγαζαν τα μεγάλα φυντάνια, που τα αράδιαζαν ωραία στα κοφίνια και στη συνέχεια τα μετάφεραν στο χωράφι. Τα καπνοχώραφα από το φθινόπωρο ακόμα τα προετοίμαζαν κατάλληλα για τη φυτεία. Στο χωράφι, λοιπόν, μαζί με τα κοφίνια με το χασλαμά μετέφεραν τα καδιά για το νερό, τα γκιούμια, και βέβαια όλα τα υπόλοιπα εξαρτήματα: τιφτήρες (από το φυτευτήρες) ή αλλιώς μπασκιά, το σκαλιστήρι που το είχαν σε νερό για να μη ξεσφίξει, τον μπούκλο με το νερό για να πίνουν οι ίδιοι, και τα φαγητά.
Τα σχολεία αυτή την εποχή λειτουργούσαν μόνο για 2-3 ώρες το πρωί, ως τις 10 περίπου, μέχρι δηλαδή να μαζεψουν οι μεγάλοι το χασλαμά. Οταν πια έφταναν στο χωράφι, τα παιδιά τραβούσαν προς τα εκεί γιατί ήταν απαραίτητα στο ρίξιμο του χασλαμά. Είπαμε άλλωστε ότι κάθε άτομο είχε το πόστο του, δεν περίσσευε κανένας. Ένας μετέφερε με το ζώο νερό με τα καδιά, άλλος άνοιγε αυλάκια με το σκαλιστήρι, τα παιδιά έριχναν το χασλαμά (φυτά) μέσα στα αυλάκια και σε απόσταση 20 εκ. περίπου το ένα από το άλλο, ένας άλλος με την τιφτήρα φύτευε και ένας άλλος πότιζε. Σαν ορχήστρα, όλα γίνονταν τόσο συντονισμένα και ακατάπαυστα όλη μέρα, γιατί έπρεπε ο χασλαμάς που είχε μαζευτεί το πρωί να φυτευτεί. Ο νεροκουβαλητής όλη μέρα πήγαινε και ερχόταν ως την πλησιέστερη βρύση να γεμίσει τα καδιά, ενώ οι υπόλοιποι δούλευαν σαν μηχανές.
Το μεσημέρι γινόταν μια διακοπή για το φαγητό. Το «μενού» ήταν πολύ σοφά επιλεγμένο: Γιαούρτι με νερό σε μια γαβάθα, στην οποία έριχναν μπουκιές από το ζυμωτό ξερό ψωμί και όπου όλοι, εργάτες και μέλη της οικογένειας, βουτούσαν τα κουτάλια τους.Το αριάνι ή ματάνι, όπως το έλεγαν, ήταν πολύ δροσιστικό και τρωγόταν ευχάριστα. Επειδή όμως λόγω της ζέστης και της κόπωσης χυνόταν πολύς ιδρώτας, έπρεπε να αναπληρωθεί το νάτριο που χανόταν, έτσι τα αλμυρά ψαρούδια και οι ελιές ήταν κι αυτά απαραίτητα. Νερό έπιναν από τον μπούκλο (ξύλινο δοχείο που διατηρούσε σχετικά δροσερό το νερό, κάτι σαν θερμός της εποχής),ακουμπώντας όλοι τα χείλη στο στόμιο. Εννοείται ότι περιθώρια σιχασιάς δεν υπήρχαν.
Προς το βράδυ, όταν τελείωναν όλα τα φυντάνια, μάζευαν τα υπάρχοντα, τα φόρτωναν στα ζώα και δρόμο για το σπίτι. Τότε γέμιζαν οι δρόμοι και η πλατεία από ανθρώπους με την κούραση χαραγμένη στο πρόσωπο. Οι νοικοκυρές στο σπίτι προσπαθούσαν να βάλουν κάποια τάξη, ενώ κάποιος από την οικογένεια έπρεπε να πάει στο ζαχαροπλαστείο του Τσαχουρίδη, να στηθεί στη σειρά με το κατάλληλο σκεύος να προμηθευτεί το γιαούρτι της επόμενης μέρας. Ο ευτραφής και συμπαθέστατος κυρ-Κώστας έκοβε το γιαούρτι από τεράστιους πήλινους ταβάδες και ζυγίζοντάς το το έδινε στον καθένα.
Η φυτεία κρατούσε όλο το Μάιο, ήταν μια διαδικασία πολύ επώδυνη και τόσο ταυτίστηκε ο μήνας αυτός με την κούραση και την ταλαιπωρία, που θυμάμαι ότι η μητέρα μου, όταν ήθελε να πει ότι κάτι δεν είναι πολύ δύσκολο, συνήθιζε να λέει: Ε, δεν είναι και Μάης…
Γι’αυτό το λόγο επίσης, και ο παππούς μου, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Βοζιάνης, θέλοντας να ανακουφίσει τους συγχωριανούς του από το βραχνά της φυτείας, συνέλαβε την ιδέα της καπνοφυτευτικής μηχανής και για το λόγο αυτό πήγε, γύρω στα 1928, στη Γερμανία για να βρει χρηματοδότη και να υλοποιήσει το σχέδιό του. Δυστυχώς, η φυματίωση και ο θάνατός του αργότερα ματαίωσαν τα σχέδιά του, όμως η καπνοφυτευτική μηχανή πολύ αργότερα κατασκευάστηκε και ανακούφισε ομολογουμένως πολλούς καπνοπαραγωγούς.
Όταν πια φύτευαν όλα τα προγραμματισμένα καπνοχώραφα, αφού καθάριζαν όλα τα σύνεργα και τα έκρυβαν για «του χρόνου», γιόρταζαν το γεγονός με τον «κιρτσμά», δηλ. χαλβά σιμιγδαλένιο. Ακολουθούσε μικρή ανάπαυλα, ημερών βέβαια, όχι πολυτέλειες, και μετά έπρεπε να γίνει το σκάλισμα, δηλ. να αφαιρεθεί ό,τι αγριόχορτο ή ζιζάνιο είχε φυτρώσει ανάμεσα στα καπνόφυτα.
Όταν τελείωνε το σκάλισμα, ξανά στα χωράφια με το σκαλιστήρι για το γέμισμα, δηλ. να τραβηχτεί το χώμα από τα αυλάκια προς τα φυτά και να τα γεμίσουν γύρω γύρω. Αυτό γινόταν γιατί καθώς αναπτύσσονταν τα φυτά και ψήλωναν, έπρεπε να είναι καλά στερεωμένα στο έδαφος.
Η άνοιξη και οι αρχές του καλοκαιριού (Ιούνιος) ήταν αφιερωμένα στο φύτευμα και το σκάλισμα του καπνού. Τον Ιούλιο- Αύγουστο γινόταν το σπάσιμο και το μπούρλιασμα και το χειμώνα το παστάλιασμα, γι’αυτά όμως θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο.
Εγώ, από τη μεριά μου, αναρωτιέμαι, σήμερα που στο χωριό δεν υπάρχει πλέον κανένας καπνοπαραγωγός, πόσα από τα νέα παιδιά ξέρουν για τις δυσκολίες που πέρασαν οι παππούδες ή και οι γονείς τους ίσως… Αλλά και εμείς που ζήσαμε, έστω και για λίγα – ευτυχώς – χρόνια, μ’αυτές τις συνθήκες, αναπολούμε ίσως τώρα που μεγαλώσαμε, εκείνα τα χρόνια, αλλά μόνο σαν μακρινή ανάμνηση πια, όχι σαν κάτι που θα θέλαμε να ξαναζήσουμε. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τα καπνοχώρια άδειασαν νωρίς από πληθυσμό, ψάχνοντας ο καθένας για μια καλύτερη μοίρα. Κάτι που σχεδόν στην πλειονότητά τους όλοι το κατάφεραν.
Μπράβο Μαρία γι αυτή σου την αναφορά.Εγώ μαζί με τις λέξεις σου είχα μπροστά μου και τις εικόνες εκείνης της εποχής ολοζώντανες!!!
Χρήστο, το άρθρο αυτό το έγραψα παλιότερα, δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό, αλλά το ξανάφερα στην επιφάνεια με αφορμή τους στίχους σου, που είναι τόσο περιεκτικοί.. Μπράβο! Σε παραδέχομαι!