Γεννήθηκα μια Κυριακή του Μάρτη σ’ένα μικρό χωριό με μεγάλη συμβολή στην ιστορία: Εμμ.Παπάς, γενέτειρα του ήρωα της επανάστασης του 1821. Ο τοκετός έλαβε χώρα στο σπίτι, δεν πρόλαβε η μαμά να πάει στις Σερρες στην κλινική (πάλι καλά, παλιότερα γινόταν στα χωράφια…) με τις υποδείξεις της μαμής, όμως-κι αυτό η μητέρα μου το έλεγε με καμάρι αργότερα-παρίστατο και ο γιατρός ο Μίμης…

Πόσο βάρος, πόσο ύψος είχα όταν γεννήθηκα, αυτά είναι λεπτομέρειες που καταγράφονται στις μαιευτικές κλινικές. Το μόνο που ένοιαζε τότε ήταν να είναι το παιδί αρτιμελές και να κλάψει.

Οι γονείς μου Λευτέρης και Κούλα είχαν παντρευτεί πριν ένα χρόνο, επομένως ήρθα κανονικά ως φυσική συνέπεια, και βέβαια ως πρωτότοκη τους έδωσα μεγάλη χαρά. Για το όνομα δεν ετίθετο θέμα. Ο πατέρας μου ήταν «σώγαμπρος» στο σπίτι της μητέρας μου, που ήταν μοναχοπαίδι, άρα de facto θα έπαιρνα το όνομα της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας. Άλλωστε, έμενε μαζί μας και ήταν αυτή που μας μεγάλωσε και εμένα και την αδερφή μου, που ήρθε πέντε χρόνια αργότερα. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη.

Ήμουν ένα πολύ ήσυχο μωρό, γενικά δεν δημιούργησα ποτέ πρόβλημα στους γονείς μου, ούτε ως μωρό ούτε κατά την εφηβεία ούτε αργότερα. Ήμουν εν ολίγοις το παιδί που θα ήθελε να έχει κάθε γονιός. Το μόνο πρόβλημα που τους πρόσθεσα ήταν ότι άργησα πολύ να μιλήσω, μίλησα μετά τα τρία μου χρόνια, γύρω στα τέσσερα! Το επάγγελμα του λογοθεραπευτή ήταν άγνωστο τότε, έτσι όλοι ανέμεναν καρτερικά, αναπέμποντας δεήσεις και τάματα, να αρθρώσω κάποια λέξη…

Πέντε χρόνια μετά από μένα γεννήθηκε η αδερφή μου. Ήταν ακριβώς ο αντίποδας. Γκρίνιαζε διαρκώς, όλη μέρα ήταν από αγκαλιά σε αγκαλιά για να ησυχάσει, μίλησε και περπάτησε στον 9ο μήνα, αλλά πολλή γκρίνια… Γκρίνια που δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητη, είχε προβλήματα με τα εντεράκια, έτσι η μητέρα κάθε λίγο και λιγάκι έπαιρνε το ταξί του χωριού και το μωρό παραμάσκαλα και κατέβαινε στις Σέρρες, στον φημισμένο τότε παιδίατρο Σπυρίδη. Έντονα έχω ακόμη την εικόνα της μητέρας μου στην αυλή δίπλα στη σκάλα με τα χέρια στο πρόσωπο να κλαίει με αναφυλλητά.

Όταν η αδερφή μου έγινε 3-4 χρονών, ένα φορτηγό κόντεψε να την πατήσει, σχεδόν την άγγιξε στο ποδαράκι. Το γεγονός συνέβη ένα απόγευμα στην πλατεία. Απότομο φρενάρισμα, τσιρίδες, φωνές… Η μαμά να κλαίει, ο μπαμπάς βγήκε έντρομος από το παντοπωλείο μας, ο φορτηγατζής έτρεμε… ευτυχώς δεν συνέβη κάτι κακό, απλώς τρομάξαμε. Από τότε οι εντολές ήταν ρητές: ήμουν η μεγάλη και έπρεπε να προστατεύω την αδερφή μου και να μη την αφήνω ποτέ μόνη.

Στα 8 και στα 9 σου χρόνια είναι δύσκολο να αναλάβεις μια τέτοια ευθύνη. Συμφώνησα, αλλά οι φίλες μου είχαν άλλη γνώμη, δεν την ήθελαν στην παρέα μας. Κάθε φορά λοιπόν που μαζευόμασταν όλες μαζί για να παίξουμε, ερχόταν πάντα και η μικρή, ήταν ο ακόλουθός μου, μάλιστα της είχαν προσάψει και το παρατσούκλι «το Κολλητήρι του Καραγκιόζη». Προσπαθούσαμε να την αποφύγουμε, κρυβόμασταν, τρέχαμε στα δαιδαλώδη στενά του χωριού, πάντα από πίσω και η αδερφή μου…

Στο σχολείο ήμουν από τις πρώτες μαθήτριες, άριστα 10. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο, για τα τότε δεδομένα θεωρούνταν μορφωμένος, η μητέρα μου μόνο το δημοτικό, αλλά είχε μια υπερβολική έφεση προς το διάβασμα, κάτι που της είχε προσδώσει κοινωνική μόρφωση. Είχα λοιπόν βοήθεια από το σπίτι στα μαθήματα. Μια φορά ο δάσκαλος μας είχε πει να γράψουμε έκθεση κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων για το πώς περάσαμε. Όπως συμβαίνει πάντα, τελευταία μέρα στρώθηκα για την έκθεση, παρακαλώντας τη μητέρα μου να με βοηθήσει. Εκείνη σχεδόν μου υπαγόρευε το τι θα γράψω και μεταξύ των άλλων,!όταν εξιστορούσα τι έκανα τα Θεοφάνεια, έβαλα και τη φράση «η τρισυπόστατη θεότητα» (δεν κρατήσαμε ούτε καν τα προσχήματα!). Η φράση έκανε μπαμ ότι δεν θα μπορούσε να είναι δική μου, γεγονός που σχολιάστηκε δυσμενώς από το δάσκαλο.

Ξοδέψαμε ατελείωτες ώρες στο σχολείο να μάθουμε πότε μια λέξη περισπάται και πότε οξύνεται. Οξείες και περισπωμένες είχαν στοιχειώσει τον ύπνο μας. Ο καλός μας δάσκαλος κ.Αχιλλέας είχε επινοήσει ένα τέχνασμα: μακρά συλλαβή και δίπλα άλλη μακρά (συμβολίζονται από κάτω με παύλες) μπαίνει οξεία-τις δύο αυτές παύλες τις ονόμαζε μαχαίρι. Από την άλλη, μακρά συλλαβή και δίπλα βραχεία (από κάτω παύλα και στη βραχεία μια κουπίτσα, το σημάδι του βραχέος, που όλο αυτό σχηματικά παρέπεμπε σε κουτάλα), παίρνει περισπωμένη. Όλη την ώρα είχαμε μαχαίρι, άρα οξεία, κουτάλα, άρα περισπωμένη. Με τα μαχαίρια και τις κουτάλες και παρόμοια κόλπα μάθαμε καλή ορθογραφία.

Μου άρεσε πολύ να επισκέπτομαι το παντοπωλείο του πατέρα μου, και για να πάρω κανά σοκολατάκι-μαργαρίτα, αλλά και γιατί μαζεύονταν εκεί οι φίλοι του και συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση. Καραμανλής και Παπανδρέου (οι πρεσβύτεροι) αποτελούσαν το κύριο θέμα της συζήτησης. Ένας από τους φίλους του πατέρα μου μου έθετε πάντα κάποια προβλήματα, που πολύ με δυσκόλευαν: Μιάμιση σαρδέλα, μιάμιση δραχμή, δέκα σαρδέλες πόσο κάνουν; Ή το άλλο: ένα κιλό σίδερο ή ένα κιλό βαμβάκι είναι βαρύτερο;

Από το Δημοτικό για το Γυμνάσιο απαιτούνταν τότε εξετάσεις. Τη χρονιά που επρόκειτο να εισαχθώ στο Γυμνάσιο, καταργήθηκαν οι εξετάσεις! Στην Γ΄Γυμνασίου απαιτούνταν εξετάσεις για την εισαγωγή στο Λύκειο. Τη χρονιά όμως που επρόκειτο να εισαχθώ στο Λύκειο άλλαξε το σύστημα, το Γυμνάσιο ξανάγινε εξατάξιο και έτσι γλύτωσα πάλι τις εξετάσεις! Ήταν σκανδαλώδης η εύνοια της τύχης, τόσο που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι η καλή μου νεράιδα θα καταργούσε και τις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Αυτό φυσικά δεν συνέβη, εκεί χρειάστηκε να διαβάσω πολύ για να εισαχθώ στη Φιλοσοφική. Το μόνο που καταργήθηκε στα χρόνια μας για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.

           Φοιτήτρια, καθηγήτρια, συνταξιούχος…

           Σχέση, γάμος, παιδιά, εγγόνια…

Όλα αυτά ακούγονται σαν φυσική συνέπεια, σαν κάτι που ήταν δεδομένο και έπρεπε να συμβεί έτσι. Δεν συνέβη όμως σε όλους. Καμιά φορά, κάνοντας έναν «απολογισμό», σκέφτομαι κάποιους συμμαθητές μου που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους. Φέρνω στο μυαλό μου ακόμη και κάποιους μαθητές μου, ευτυχώς ελάχιστους, που «βιάστηκαν» να εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο χωρίς να προλάβουν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Κι επειδή θεωρώ την αχαριστία θανάσιμο αμάρτημα, πολλές φορές αναπέμπω ευχαριστίες προς τον Ύψιστο για ό,τι μου έχει δώσει. Το αύριο δεν το ξέρει κανείς…