Τα ελληνικά μελό.

«Έκλαψα και το ευχαριστήθηκα…». Είναι η φράση που αποδίδει την απόλαυση από την παρακολούθηση ελληνικού μελό παλιότερα, κυρίως κατά τη δεκαετία του ’60 που βρισκόταν στην άνθησή του.

Σήμερα μπορεί να μας φαίνονται γελοίες, μη ξεχνάτε όμως ότι ταινίες με το Νίκο Ξανθόπουλο, τη Μάρθα Βούρτση, το Χρήστο Νέγκα, την Ελένη Ζαφειρίου, την Κατερίνα Βασιλάκου και άλλους πολλούς έκοβαν χιλιάδες εισιτήρια και το δάκρυ έπεφτε κορόμηλο.

Η υπόθεση στις περισσότερες ταινίες λίγο πολύ κοινή: Η πτωχή πλην τίμια κοπέλα ερωτεύεται ένα πλουσιόπαιδο, εκείνος ανταποκρίνεται στο αίσθημα, συναντά όμως πολλές αντιρρήσεις από την οικογένειά του. Παρά τις ίντριγκες και τη σθεναρή αντίσταση των γονέων του στο τέλος θριαμβεύει η αγάπη και υπάρχει happy end. Κάποιες φορές οι ρόλοι αντιστρέφονται, η κοπέλα είναι η πλούσια και ο νέος πρέπει να αποδείξει ότι αξίζει να αλλάξει το κοινωνικό status στο οποίο βρισκόταν και να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία.

Οι τίτλοι επίσης βαρύγδουποι, αντίστοιχοι της υπόθεσης: Αγάπησα και πόνεσα, Το φτωχόπαιδο, Αγνή και ατιμασμένη, Αμάρτησα για το παιδί μου κλπ. Κάποιοι ηθοποιοί έχουν καταγραφεί στη συνείδησή μας ως οι «καλοί» και ήταν πάντα οι αδικημένοι και οι κατατρεγμένοι. Κάποιοι άλλοι, αντίθετα, θάλεγε κανείς ότι έγιναν ηθοποιοί  για να ενσαρκώσουν τον «κόντρα» ρόλο, τον ρόλο του κακού. Για παράδειγμα, ποιος θα μπορούσε να ενσαρκώσει καλύτερα την κακιά πεθερά από την Τασώ Καββαδία; Η εν λόγω ηθοποιός ερμήνευσε την κακιά τόσες φορές, ώστε το κοινό την ταύτισε με το ρόλο. Κακιά πεθερά, κακιά αδερφή, κακιά γειτόνισσα, έκανε πάντα τη ζωή των άλλων δύσκολη. Αυστηρή, εκδικητική, ιντριγκαδόρα, άλλοτε ψηλομύτα, αλλά πάντα κακιά. «Ο ρόλος της κακιάς ήταν αυτός που με καθιέρωσε» θα πει αργότερα η σπουδαία ηθοποιός.

Στο ρόλο του σπιούνου φαντάζεστε κανέναν καλύτερο από τον Ανέστη Βλάχο; Στο ρόλο του φιλάργυρου άλλον από το Δήμο Σταρένιο; Ο Βύρων Πάλλης ήταν πάντα ο αρριβίστας, που προκειμένου να ανέλθει, δεν υπολόγιζε αισθήματα και ηθικές αρχές, ο δε Σπύρος Καλογήρου ήταν ο αδίστακτος, ο κακός του ελληνικού κινηματογράφου, μολονότι στην πραγματική του ζωή ήταν ένας ρομαντικός άνθρωπος που έγραφε ποιήματα στη γυναίκα του.

Η δημοτικότητα του μελοδράματος έφτασε στο απόγειο με το Νίκο Ξανθόπουλο, μακράν ο διασημότερος ηθοποιός του είδους. Κλασικά το παιδί του λαού, το φτωχό και βασανισμένο λαϊκό παιδί που υπομένει καρτερικά τις σφαλιάρες της ζωής. Η Μάρθα Βούρτση είναι αναμφισβήτητα η βασίλισσα του μελό. Η διαδρομή της σφραγίστηκε από την εικόνα της πονεμένης και προδομένης στα δακρύβρεχτα δράματα του ελληνικού κινηματογράφου. Η τυποποίηςσή της στο ρόλο αυτό της εξασφάλισε βέβαια την κινηματογραφική αθανασία, της χρέωσε όμως και την προσωνυμία «Μάρθα Κλάψα».

Το γνωστότερο όμως φτωχαδάκι της οθόνης αναμφισβήτητα είναι ο Βασιλάκης Καϊλας, από τεσσάρων χρονών στο σινεμά (συνολικά πήρε μέρος σε 117 ταινίες!) καθιερώθηκε ως ο λουστράκος – ταινία σταθμός στην καριέρα του.

Οι ταινίες αυτές είχαν μεγάλη απήχηση στις δεκαετίες του ’50 και κυρίως του ’60. Σε μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε ασθμαίνοντας να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης, με την αστυφιλία στο φόρτε, τη φτώχεια και τη βιοπάλη, οι πλατιές μάζες ταυτίζονταν με τα βάσανα και τις περιπέτειες των ηρώων. Έβλεπαν ότι δεν υποφέρουν μόνον αυτοί, αλλά και άλλοι περνούν τα ίδια, ίσως και χειρότερα, και αυτό λειτουργούσε ως καταλύτης, παρηγορητικά, και τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν. Έτσι η σπαραξικάρδια υπόθεση των μελοδραμάτων επέφερε την «κάθαρση» στη συνείδηση των θεατών. Υποφέρουν πολλά, η φτώχεια πρωταγωνιστεί, όμως στο τέλος οι κακοί αποκαλύπτονται, η αγάπη θριαμβεύει και οι καλοί ζουν και βασιλεύουν. Τέλος καλό, όλα καλά!