Η πρώτη σχολική εκδρομή
Ήμουν μαθήτρια της Γ΄Δημοτικού όταν ο διευθυντής του σχολείου μάς ανακοίνωσε ότι θα πηγαίναμε διήμερη ή τριήμερη (δεν θυμάμαι) εκδρομή στην Καβάλα και τη Θάσο.
Η ανακοίνωση αυτή με συνεπήρε! Για πρώτη φορά θα έφευγα από τα στενά πλαίσια του χωριού. Μέχρι τότε το μόνο ταξίδι ήταν μέχρι τις Σέρρες, δηλαδή 16 χιλιόμετρα απόσταση, όπου πηγαίναμε ή για γιατρούς ή για να αγοράσουμε ρούχα. Ο μικρόκοσμός μου άρχιζε και τελείωνε στα 16 αυτά χιλιόμετρα. Ήταν πολύ λογικό λοιπόν να αδημονώ για την ημέρα αυτή.
Και η μέρα αυτή έφτασε! Από την προηγούμενη η μητέρα είχε τηγανίσει κεφτεδάκια, μου έβαλε και κάποιες κονσέρβες με ντολμαδάκια στη βαλίτσα, ψωμί, τυρί και βέβαια τα στρωσίδια. Γιατί τότε στις μαθητικές εκδρομές δεν υπήρχε η πολυτέλεια του ξενοδοχείου, αλλά καταλύαμε στα σχολεία.
Πρωί πρωί λοιπόν κατέφτασε το λεωφορείο κορνάροντας στην πλατεία. Ο πατέρας μου μου είχε δώσει ένα εικοσάρικο (το ασημένιο με ένα άλογο επάνω, για όσους το θυμούνται), έρχεται και η γιαγιά μου να με αποχαιρετήσει, λες και έφευγα φαντάρος, και μου δίνει και αυτή ένα δεκάρικο, ήμουν εν ολίγοις πλούσια, πρώτη φορά έπιανα στα χέρια μου τόσα χρήματα.
Ξεκινήσαμε με φωνές, γέλια, τραγούδια. Πρώτος σταθμός η Καβάλα, επομένως περάσαμε από την Ασπροβάλτα. Εκεί έπαθα το πρώτο σοκ. Ο δάσκαλος που μας συνόδευε μας είπε να κοιτάξουμε από το παράθυρο τη θάλασσα. Και εγώ αλλά και τα άλλα παιδιά βλέπαμε πρώτη φορά στη ζωή μας θάλασσα – τι επαρχιωτάκια, Θεέ μου… Έτσι, όλοι μαζί, ως νέοι Μύριοι από την Κάθοδο του Ξενοφώντα, αναφωνήσαμε εν χορώ: θάλασσα, θάλασσα! Γιατί βέβαια, ζώντας σε ένα περιβάλλον στερητικό από ερεθίσματα, με ελάχιστες εικόνες από τον κινηματογράφο, χωρίς οπτικοακουστικό υλικό στα σχολεία, χωρίς τηλεόραση, πού να έχουμε δει άλλη φορά θάλασσα; Οι διακοπές μας (παραθέριση το λέγαμε τότε) περιορίζονταν στο βουνό, και μάλιστα με πρωτόγονες συνθήκες.
Στο χωριό,από την άλλη, η μόνη συλλογή νερού ήταν στις στέρνες, για να ποτίζονται τα φυντάνια του καπνού και οι μπαξέδες. Έτσι, όταν άκουγα μέχρι τότε τη λέξη θάλασσα, τη φανταζόμουν σαν μια τεράστια στέρνα. Σε κάποιους πίνακες ζωγραφικής έβλεπα μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αντίθετα τώρα έβλεπα μπροστά μου μια υγρή επιφάνεια στο ίδιο ύψος με τη στεριά, ήρεμη, που τα όριά της ήταν απεριόριστα, δεν τα έπιανε το μάτι!
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα φτάσαμε στην Καβάλα, στο μοναστήρι του Αγίου Σύλλα. Τα παγόνια ήταν το δεύτερο εντυπωσιακό στοιχείο, με τις πιτσιλωτές ουρές σαν βεντάλια. Πολλοί μικροπωλητές – πότε το αντιλήφτηκαν;-κατέφτασαν με τα καροτσάκια τους να πουλήσουν τις πραμάτειές τους. Κατέχοντας για πρώτη φορά το αστρονομικό ποσό των 30 δρχ(!), φυσικό ήταν να μη μπορώ να το διαχειριστώ. Αγόρασα παγωτά, σοκολάτες, γλειφιντζούρια (αν προσέξατε, μόνο γλυκά, από τότε είχα λατρεία προς τα γλυκά, που την έχω ακόμη και σήμερα), στη συνέχεια αγόρασα και παιχνίδια. Θυμάμαι καλά ότι σκέφτηκα να πάρω και ένα δώρο για την αδερφή μου, που ήταν μόλις τεσσάρων χρονών, και τι της πήρα: ένα σπαθί! Δώρο που ασφαλώς δεν συνάδει ούτε με την ηλικία, αλλά ούτε και με το φύλο. Αποτέλεσμα; Από την πρώτη ημέρα είχαν τελειώσει όλα μου τα χρήματα και έμεναν δύο ακόμη μέρες. Βρέθηκα πραγματικά σε απόγνωση…
Αφού γυρίσαμε τα αξιοθέατα της Καβάλας, που τα θυμάμαι ελάχιστα, γιατί δεν με εντυπωσίασαν, ανεβήκαμε στο πλοίο για τη Θάσο. Αυτή ήταν μια άλλη πρωτόγνωρη εμπειρία. Είναι δυνατόν αυτό το τεράστιο πράγμα με τόσο φορτίο να πλέει πάνω στο νερό και να μη βυθίζεται; Εμείς ό,τι ρίχναμε στη στέρνα, στο δευτερόλεπτο έπεφτε στον πάτο. Τι θαύμα ήταν αυτό;
Στη Θάσο δεν μπορώ να πω ότι είδα κάτι να με εντυπωσιάσει, ήταν όπως και το χωριό μου. Καταλύσαμε στο σχολείο στρώνοντας τις κουρελούδες που είχαμε φέρει και την άλλη μέρα άρχισε η περιήγηση στο νησί. Χρήματα δεν είχα καθόλου πλέον, είχα φαγητά μαζί μου βέβαια, δεν είχα καταναλώσει σχεδόν τίποτε από αυτά, αλλά γλυκά με τι θα αγόραζα; Εκεί ανέσυρα το εμπορικό μου δαιμόνιο, που ήταν εν υπνώσει. Άρχισα να πουλώ κάποια από τα παιχνιδάκια που είχα αγοράσει, φτηνότερα βέβαια, στις συμμαθήτριές μου, που ήταν πιο συνετές από μένα (εγώ ω μς οι μωρές παρθένες της παραβολής δεν προνόησα να κρατήσω κάποια χρήματα) κι έτσι εξοικονόμησα ελάχιστα χρήματα. Το σπαθάκι για την αδερφή μου όμως δεν το πούλησα, της το έφερα δώρο και πολύ το χάρηκε…
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, η απορία μου είναι πώς οι δάσκαλοι ανέλαβαν το ρίσκο να μας πάνε σε τόσο μικρή ηλικία πολυήμερη εκδρομή και επίσης πώς οι γονείς μας συναίνεσαν; Φαίνεται ότι τότε, μπορεί να μην είχαμε παραστάσεις πολλές, είχαμε όμως μια άλλη ωριμότητα και μας εμπιστεύονταν. Δεν υπήρχε η υπερπροστασία που υπάρχει σήμερα από τους γονείς προς τα παιδιά, που σε κάποιες περιπτώσεις τα ευνουχίζουν, μη δείχνοντάς τους εμπιστοσύνη. Τότε τα περισσότερα χωριατόπαιδα από τα δώδεκά τους χρόνια ζούσαν μόνα τους στη γειτονική πόλη για το γυμνάσιο. Σήμερα οι γονείς στέλνουν τα παιδιά στο στρατό και στενοχωριούνται που τα αποχωρίζονται… Άλλη αντιμετώπιση τότε, άλλη τώρα….
Τι μου θύμησες κ πόσο τρυφερά και γλαφυρά τα περιγράφεις! Όσα λεπτά μου πήρε να διαβάσω το υπέροχο κείμενο σου, ξεχάστηκα κ έγινα μια από τις συμμαθήτριες σου κ θυμήθηκα τις δικές μας εκδρομές την πρώτη πολυήμερη στη β’ λυκείου στην Κέρκυρα, με τα ράντζα και τους απαραίτητους και κλασικούς κεφτέδες που η μυρουδιά τους κυριαρχούσε στο λεωφορείο. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Ίσως οι σημερινοί γονείς είναι λίγο υπερβολικοί, αλλά η κοινωνία αγρίεψε κ τα μικρά παιδιά χρειάζονται προστασία κ επαγρύπνηση γιατί ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι. Να είσαι καλά, καλημερα.