Το προξενιό έδειχνε να πηγαίνει κατ’ευχήν: ο γαμπρός ένας λεβέντης, η νύφη ομορφούλα και νοικοκυρεμένη, διέθετε και μια σχετική προίκα, όλα προοιωνίζονταν έναν βίο ανθόσπαρτο. Προξενήτρα ήταν η μητέρα μου, η οποία επέμενε να κανονιστεί σύντομα και η ημερομηνία του αρραβώνα. Προσφέρθηκε μάλιστα να βοηθήσει στα εδέσματα και στο στρώσιμο του τραπεζιού.
Έφτασε η μέρα του αρραβώνα. Μαζί με τη μητέρα μου πήγα κι εγώ από νωρίς στο σπίτι της νύφης και όταν όλα έγιναν κατά πώς έπρεπε, εμένα, επτάχρονο κοριτσάκι, με κράτησαν για «γούρι». Η συμφωνία ήταν ο αρραβώνας να γίνει μεταξύ τους, μόνο οι οικογένειες. Από τη μεριά της νύφης λοιπόν ήταν η ίδια, οι γονείς και η νονά της, μια ηλικιωμένη αξιοσέβαστη γυναίκα. Ο αδερφός της νύφης ζούσε στη Γερμανία. Από την άλλη μεριά,ο γαμπρός, οι γονείς του και ο μικρότερος αδερφός.
Προς το σούρουπο καταφτάνει η οικογένεια του γαμπρού. Με μεγάλη επισημότητα μπαίνει πρώτος μέσα ο πατέρας,ένας γεροδεμένος μουστακοφόρος, ακολουθεί η γυναίκα του, μια ξερακιανή με κατάσγουρο από πρόσφατη περμανάντ μαλλί και ακολουθούν τα δύο παλικάρια. Ρίχνουν μια ερευνητική ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού, δυο ντιβάνια αντικρυστά και ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο στη μέση, και στη συνέχεια κάθονται. Η μητέρα του γαμπρού εναποθέτει στη μέση του τραπεζιού με προσοχή, σαν να επρόκειτο για μωρό, μια γυάλινη πιατέλα με ρύζι, κουφέτα και δυο κουτάκια κόκκινα κοσμηματοπωλείου.
Επικρατεί αμηχανία. Το ζευγάρι ανταλλάσσει κρυφές ματιές υπό το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας του γαμπρού, που τα ραντάρ της συλλαμβάνουν το κάθε τι. Μετά τα τυπικά περί ανέμων και υδάτων, προσκαλούνται να καθήσουν στο τραπέζι. Ο πατέρας της νύφης παίρνει την καράφα με το ούζο και βάζει στα ποτηράκια όλων, με την προτροπή να τσουγκρίσουν για την ώρα την καλή. Ο συμπέθερος, αφού πρώτα έστριψε το υπερμέγεθες μουστάκι του και πριν ακόμη φέρει το ποτήρι στα χείλη του, λέει με βροντερή φωνή:
– Να τσουγκρίσουμε, συμπέθερε, και να ευχηθούμε καλή ζωή στα παιδιά, αλλά πρώτα να κανονίσουμε το θέμα της προίκας. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
– Μα, είναι κανονισμένο το θέμα αυτό, είπαμε, ό,τι έχουμε και δεν έχουμε της Ευανθούλας είναι, ο γιος μας ξέρεις καλά ότι ζει και εργάζεται στη Γερμανία και δεν πρόκειται να έρθει εδώ.
– Αυτό μόνο ο Θεός το ξέρει,ανταπαντά ο μουστακοφόρος. Εμείς έχουμε χρέος να κατοχυρώσουμε το παιδί μας, τέτοιο λεβέντη σας δίνουμε…
– Και τι παραπάνω θέλετε δηλαδή,ρώτησε ξεψυχισμένα ο μπαμπάς της νύφης.
– Και το σπίτι και τα χωράφια να γραφτούν στο όνομα του γιου μας. Πώς αλλιώς θα σιγουρευτούμε ότι δεν θα τα διεκδικήσει ο γιος σου αργότερα;
Νεκρική σιγή επικράτησε στο χώρο. Ο μουστακοφόρος, με ύφος θριάμβου ,έτριβε το μουστάκι σου. Η περμανάντ του έριχνε βλέμματα επιδοκιμασίας, έτοιμη ήταν να χειροκροτήσει. Ο δε γαμπρός με τα μάτια χαμηλωμένα έπαιζε με τα δάχτυλά του.
Από την άλλη πλευρά, οι γονείς της νύφης κοιτάζονταν μεταξύ τους με απόγνωση, η δε νύφη δάγκωνε τα χείλη της κοντεύοντας να τα ματώσει, αναζητώντας παράλληλα, εις μάτην, το βλέμμα του μελλοντικού της συζύγου. Κάποια στιγμή,η δόλια η μάνα της, μαζεύοντας όσο κουράγιο της είχε απομείνει, ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή στο σύζυγό της:
– Πες πάλι, Στέργιο, ότι όλα δικά της είναι, αλλά κι εμείς…
Μετά την παρότρυνση αυτή ο Στέργιος, σαν να πήρε ώθηση, σηκώθηκε όρθιος και με πολύ κουράγιο, είναι αλήθεια, είπε με σταθερή φωνή: – Συμπέθερε, είπαμε και ξαναλέμε και τώρα πως ό,τι έχουμε είναι για το παιδί μας. Αλλά κι εμείς είμαστε νέοι ακόμη, απ’αυτά τα χωράφια ζούμε. Αν τα δώσουμε από τώρα στο γιο σου, τι θα έχουμε να καλλιεργούμε; Με τι θα ζούμε; Ζητιάνοι στα παιδιά μας η αξιοπρέπειά μας δεν μας επιτρέπει να γίνουμε. Αλλιώς τα συμφωνήσαμε, ήταν και η προξενήτρα μπροστά, τώρα γιατί τα αλλάζεις;
Η νύφη στο μεταξύ είχε αρχίσει να σιγοκλαίει, ρουφώντας τη μύτη της και επειδή δεν είχε μαντίλι, πήρε μια καλοσιδερωμένη πετσέτα από το στρωμένο τραπέζι και σκουπιζόταν. Ο γαμπρός εξακολουθούσε να παρατηρεί τα δάχτυλά του,σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά.
– Ε, αν είναι έτσι, κι αφού δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, αρραβώνας δεν μπορεί να γίνει. Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, είπε ο μουστακοφόρος και με μια χειρονομία «άντε,πάμε» έφτασε κιόλας στην πόρτα, ακολουθούμενος από την υπόλοιπη οικογένεια. Η περμανάντ αγέρωχη, σαν να κατήγαγε θρίαμβο, ήταν πίσω του σε απόσταση αναπνοής. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα, κάτι θυμήθηκε και κάνοντας μεταβολή, άπλωσε τη χερούκλα της πάνω από το τραπέζι και άρπαξε την πιατέλα με τα ρυζοκουφέτα και τα χρυσαφικά. Η φωνή του γαμπρού ούτε που ακούστηκε.
-…Στα τσακίδια, το μοναστήρι να είναι καλά…κατάφερε να πει ο οικοδεσπότης, αλλά μόνο αυτός το άκουσε…
Μόλις έκλεισε η πόρτα, η νύφη ξέσπασε σε γοερό κλάμα. Εγώ, αδυνατούσα να συλλάβω όλον τον παραλογισμό που μόλις έλαβε χώρα, και βλέποντας την Ευανθούλα να κλαίει, πήγα κι έκατσα κάτω στα πόδια της και άρχισα να κλαίω κι εγώ. Οι γονείς της προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν με φράσεις του τύπου «δεν σου αξίζει τέτοιος άντρας άβουλος, δεν είδες, ούτε το στόμα του τόλμησε να ανοίξει, μη κλαις, κάθε εμπόδιο για καλό, καλή ζωή δεν θα είχες μ’αυτούς τους ανθρώπους».
Όντως κάθε εμπόδιο για καλό. Σε δυο μήνες η Ευανθούλα πήγε στον αδερφό της στη Γερμανία, άρχισε να δουλεύει, παντρεύτηκε, έκανε μια ωραία οικογένεια και… έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Αχ βρε Μαρουλα ….τι …μου θυμισες!!!!Τι ωραια τα περιγραφεις… Τα εχω ζησει…σε αλλη εκδοση!!!!ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!!