Τολμηρή πράξη στο σχολείο ποια θα μπορούσε να είναι τότε; Μόνο η αντιγραφή. Αλλά όχι με τα γνωστά «σκονάκια» που ήταν και εξακολουθούν να είναι σε ευρεία χρήση. Η πράξη που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή, τελείως ξένη προς το χαρακτήρα μου τότε – δεν ήμουν δα και το τολμηρότερο παιδί – και οφείλεται αποκλειστικά στην τάση αλτρουισμού που με χαρακτηρίζει έως και σήμερα.
Ήμασταν στην Α΄Λυκείου (Δ΄ Γυμνασίου τότε που το σχολείο ήταν εξατάξιο) και το εξεταζόμενο μάθημα ήταν η Άλγεβρα. Ακριβώς μπροστά από μένα καθόταν κατ’αλφαβητική σειρά η φίλη μου Κατερίνα, κατά σύμπτωση ήμασταν δίπλα στον κατάλογο: Χατζηαβράμογλου αυτή, Χατζηελευθερίου εγώ. Δόθηκαν τα θέματα: έξι, αν θυμάμαι καλά, πέρασαν και τόσα χρόνια, ασκήσεις από τις οποίες έπρεπε να λύσουμε τις τέσσερεις. Την τελευταία σελίδα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως πρόχειρο.
Τα θέματα τα βρήκα βατά και ξεκίνησα να λύνω τις εξισώσεις: άγνωστος χ, ψ κλπ. Η Κατερίνα, αντίθετα, ήταν φανερό ότι δυσκολευόταν. Την έβλεπα μπροστά μου να κουνιέται αμήχανα, να σπρώχνει διακριτικά την κόλλα δεξιότερα και με το στυλό να μου δείχνει κάποια από τις ασκήσεις, να γυρίζει προς τα πίσω και να με ρωτά… Όλα αυτά με πολλή προσοχή, γιατί στην υπερυψωμένη έδρα καθόταν ο καθηγητής-επιτηρητής ως δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ορά.
Ήξερα την απάντηση, αλλά πώς να της την πω; Προσπάθησα μια δυο φορές ψιθυριστά, αλλά η φίλη μου ή δεν άκουγε ή δεν καταλάβαινε. Ανασήκωνα την κόλλα μου, πάντα διακριτικά και με προσοχή, μήπως και δει κάτι, μάταιος κόπος. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι και παράλληλα να στενοχωριέμαι που δεν μπορούσα να μοιραστώ μαζί της τις γνώσεις μου. Κάποια στιγμή ο καθηγητής, προφανώς επειδή πιάστηκε να κάθεται, κατέβηκε από την έδρα και άρχισε να βηματίζει στο διάδρομο ανάμεσα στις δυο σειρές θρανίων. Μόλις μας προσπέρασε, με μια αυθόρμητη κίνηση, χωρίς καν να σκεφτώ τις όποιες συνέπειες, σκύβω μπροστά και αστραπιαία αρπάζω την κόλλα της Κατερίνας, δίνοντάς της συγχρόνως τη δική μου! Τα έχασε! Όπως τα έχασα κι εγώ με την παράτολμη ενέργειά μου. Ενστικτωδώς, γυρίσαμε και οι δυο προς τα πίσω έντρομες, να δούμε αν αντιλήφτηκε κάτι ο καθηγητής. Μπα, εντελώς ανυποψίαστος συνέχιζε τη βόλτα του …
Με την κόλλα της Κατερίνας στα χέρια μου τώρα αρχίζω να λύνω πυρετωδώς ξανά τις ασκήσεις στο πρόχειρο. Στο μεταξύ ο καθηγητής πήγαινε πάνω κάτω με αργό βηματισμό ρίχνοντας κάπου κάπου και κάποιες ματιές στις κόλλες μας. Αφού τελείωσα τη «δουλειά» μου, καραδοκούσα να δοθεί ξανά η ευκαιρία για την ανταλλαγή. Όπερ και εγένετο, με τον ίδιο πάλι ταχυδακτυλουργικό τρόπο. Ποια από τις συμμαθήτριες το πήρε χαμπάρι, ποια όχι, δεν ξέρω, σημασία έχει ότι ο επιτηρητής «αγρόν ηγόραζε», ήταν στον κόσμο του. Ανάσανα… γιατί, όπως καταλαβαίνει κανείς και με την αυστηρότητα του σχολικού κανονισμού τότε, η πράξη αυτή επέσυρε ποινή όχι απλώς μονογραφής της κόλλας, αλλά και αποβολή κάποιων ημερών…
Ανακουφισμένη πλέον από την αίσια έκβαση και ευτυχής που έκανα, παρά το μεγάλο ρίσκο, την καλή πράξη της ημέρας,σηκώθηκα από το θρανίο, πήρα την κόλλα μου και με πολύ αέρα την παρέδωσα στην έδρα. Λίγο αργότερα, η Κατερίνα, αφού μετέφερε στο καθαρό όσα της είχα γράψει στο πρόχειρο, βγαίνει από την αίθουσα και τρέχοντας πέφτει επάνω μου. Με αγκαλιάζει, με φιλά έχοντας ακόμη το έντρομο βλέμμα στα μάτια της και την απορία πώς το έκανες αυτό, πώς τόλμησες;!!!