Κάθε σχέση έχει συγκρούσεις και καυγάδες. Σύγκρουση υπάρχει ανάμεσα σε συζύγους, συγγενείς, φίλους, γείτονες, συνεργάτες. Γιατί να ξεφεύγει από τον κανόνα η αδερφική σχέση;
Με την αδερφή μου Νάντια έχουμε πέντε χρόνια διαφορά. Ως μεγαλύτερη, είχα – μου ανέθεσαν, για να είμαι ακριβέστερη – το ρόλο του κηδεμόνα, ρόλο όμως που ασκούσα πλημμελώς, δεν ήμουν άλλωστε και σε ηλικία να κηδεμονεύω, πιο πολύ μαλώναμε, όπως συμβαίνει με όλα τα αδέρφια.
Οι περισσότεροι και μεγαλύτερης έντασης καυγάδες μας ήταν τότε που λογικά θα έπρεπε να είχαν σταματήσει, δηλαδή όταν μεγαλώσαμε αρκετά, εγώ φοιτήτρια και η Νάντια μαθήτρια. Και ο λόγος; Τα ρούχα! Ως φοιτήτρια έκανα ιδιαίτερα μαθήματα και είχα ικανοποιητικό χαρτζηλίκι, που το διέθετα σχεδόν όλο στις μπουτίκ. Κάθε τόσο πήγαινα σπίτι με καινούριο μοντελάκι στη σακούλα. Η αδερφή μου φυσικά δεν είχε αυτή τη δυνατότητα, το καταλάβαινα, γι’αυτό και δέχτηκα, όχι με ευχαρίστηση, να λέμε την αλήθεια, να δανείζεται πού και πού κάτι από την γκαρνταρόμπα μου, αλλά βέβαια πάντα με τη συγκατάθεσή μου.
Συμφωνία όμως που δεν τηρήθηκε από τη μεριά της. Έπαιρνε όποτε ήθελε και ό,τι ήθελε χωρίς να μπει στον κόπο να ζητήσει την άδεια, συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να φοράει και να εγκαινιάζει πρώτη αυτή φορέματα που είχα μόλις αγοράσει… Ακολουθούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, ομηρικοί καυγάδες, που η μητέρα προσπαθούσε να λειτουργήσει πυροσβεστικά κάνοντας το διαιτητή. Όταν μια φορά συνέλαβα την αδερφή μου να φορά την καινούρια καμπαρντίνα που μόλις την προηγούμενη μέρα είχα αγοράσει και την φύλαγα για εξαιρετικές περιπτώσεις, εκεί πια έφτασε ο κόμπος στο χτένι και η μαμά, ως πιο σοφή, πρότεινε να υπογράψουμε εν είδει συμβολαίου συμφωνητικό (!!!) για το ποια ρούχα θα μπορούσε να φοράει και ποια όχι. Το συμφωνητικό αυτό ήταν ένα έγγραφο, που, για να του προσδώσουμε τη δέουσα επισημότητα, το συντάξαμε στην καθαρεύουσα. Περιείχε όρους δανεισμού ενδυμάτων (μονόπλευρου, ως επί το πλείστον, και ελάχιστα αμφοτερόπλευρου) ή εφάπαξ ανταλλαγής με πλήρη περιγραφή ενός εκάστου ενδύματος. Π.χ. «Ανταλλάσσω βρακίον χρώματος ερυθρού με λαιμοδέτην, ήτοι φουλάριον γκρίζο και αποποιούμαι παντός δικαιώματος επ’αυτού». Ή «Η χρήσις του μαύρου φορέματος δύναται να γίνεται μόνο κατά τας καθημερινάς και ουχί κατά το Σαββατοκύριακον» και άλλες τέτοιες φράσεις απείρου κάλλους… Ως εγγυητές της έγγραφης αυτής συμφωνίας ορίστηκαν η μητέρα και η γιαγιά, οι οποίες εν μέσω ξεκαρδιστικών γέλιων έβαλαν την υπογραφή τους κάτω από τη δική μας. (Όταν μετά το θάνατο της μητέρας μας αδειάζαμε με την αδερφή μου το σπίτι της, βρήκαμε το περίφημο αυτό «συμφωνητικό» σε ένα κουτί με αναμνηστικά και βέβαια αυτό ήταν ένας κλαυσίγελως για εμάς, μια φαιδρή πινελιά στη θλίψη μας)…
Πολύ σύντομα και παρά τις διαβεβαιώσεις, τους όρους και τις υπογραφές, το συμφωνητικό παραβιάστηκε! Το επόμενο βήμα ήταν να βάλω κλειδαριά στην ντουλάπα, η έσχατη λύση, απαγορεύοντάς της παντελώς τη χρήση της γκαρνταρόμπας μου. Δυστυχώς, ύστερα από μερικές ημέρες ανακωχής και όταν πια άρχισα να πιστεύω ότι η λύση αυτή άρχισε να αποδίδει, ένα βράδυ που επέστρεψα στο σπίτι,βρήκα την κλειδαριά παραβιασμένη… Δεν υπήρχε σωτηρία! Το μόνο που μου έμενε, για να μη φθείρομαι και διαταράσσεται ο ψυχικός μου κόσμος , ήταν να συμβιβαστώ ότι έτσι θα γίνεται στο διηνεκές. Και φυσικά, καθότι ήμουν και μετριοπαθής, κατέθεσα τα όπλα…
Πόσο αστεία μας φαίνονται τώρα, όταν βρισκόμαστε οι δυο μας και μεταξύ τυρού και αχλαδιού, μάλλον μεταξύ μπιρίμπας και ανάκλησης παλιών γεγνότων, ξαναζωντανεύουμε περασμένα στιγμιότυπα… Τώρα που είμαστε τόσο αγαπημένες και η μια συμπαραστέκεται στην άλλη, θυμάμαι τότε που μακάριζα φίλες μου που ήταν μοναχοπαίδια, τώρα όμως που έφυγαν οι γονείς και από την παλιά οικογένεια μείναμε οι δυο μας, νιώθω πολύ τυχερή που έχω την αδερφούλα μου…