Όταν το έφεραν στο χωριό, αποτέλεσε μια επανάσταση, μια επανάσταση στο χώρο της μουσικής. Το κατέβασαν με προσοχή από το φορτηγό, το τοποθέτησαν μπροστά από την ταβέρνα στο κέντρο της πλατείας και άρχισαν τις δοκιμές.


Ήταν ένας τεράστιος πλαστικός ορθογώνιος όγκος με πολλά φωτάκια σε διάφορα χρώματα μέσα. Μια συλλογή από πολλά δισκάκια των 45 στροφών, ένας πίνακας με τους τίτλους τραγουδιών και κουμπιά με αριθμούς. Λειτουργούσε με κέρματα. Ρίχνοντας ένα κέρμα της μιας δραχμής στη σχισμή και πατώντας τον αριθμό του κομματιού που επέλεγες από τον πίνακα, αυτομάτως ένα «χεράκι» άρπαζε τον επιθυμητό δίσκο από την πλούσια δισκοθήκη και γέμιζε νότες η πλατεία.


Για μας τα παιδιά το τζουκ-μποξ ήταν κάτι το εξωτικό, το ασύλληπτο. Κρατούσαμε το χαρτζηλίκι της ημέρας για το βράδυ να το ρίξουμε στη σχισμή και να ακούσουμε το τραγούδι μας. Τα φωτάκια του έλαμπαν στο λιγοστό γύρω φως μπλε, πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, μια πανδαισία χρωμάτων, ενώ το «χεράκι» που επέλεγε το δίσκο μας φαινόταν ανεξήγητο φαινόμενο…


Τριγυρίζαμε στην πλατεία ανάμεσα στις παρέες των νέων που έκαναν τη βόλτα-νυφοπάζαρο με μουσική υπόκρουση τον Καζαντζίδη, τον Περπινιάδη, τον Πουλόπουλο. Σουξέ της εποχής ήταν το «Πετραδάκι-πετραδάκι», που το επέλεγαν συχνότερα. Επίσης η «Ντιλάιλα». Εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα ένα άλλο τραγούδι, επίσης σουξέ της εποχής, το «Σπίτι του ανατέλλοντος ηλίου» (The house of the rising sun) των Animals. Έτσι, κάθε βράδυ προτιμούσα να ακούσω το αγαπημένο μου τραγούδι παρά να αγοράσω ένα παγωτό… η μοναδική μου δραχμή έπεφτε στη σχισμή και ο ήλιος… ανέτειλε βραδιάτικα στην πλατεία…


Το τζουκ-μποξ, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, αποτελεί και αυτό μαζί με άλλα πολλά αναπόσπαστο κομμάτι των ανέμελων παιδικών μου χρόνων…