Κοντεύει να τελειώσει το μάθημα και να φύγουμε για τα σπίτια μας. Πατριδογνωσία, Β’ Δημοτικού, και η δασκάλα προσπαθεί να μας αναθέσει την εργασία για το σπίτι.
Κι εκεί που περιμέναμε με αδημονία το ντιν ντιν του κουδουνιού να σηκωθούμε στο δευτερόλεπτο και μαζεύοντας άρον άρον τα πράγματά μας να ξεχυθούμε όλοι μαζί στην πόρτα της τάξης, ακούγεται ένα ντουννννν, θλιμμένο και παρατεταμένο από την καμπάνα της εκκλησίας. Όλων τα βλέμματα ασυναίσθητα στράφηκαν προς τον Γιωργάκη. Από μέρες τώρα ακούγαμε στα σπίτια μας τους γονείς να λένε ότι η μαμά του Γιωργάκη δεν πήγαινε καθόλου καλά, ότι ο καρκίνος κατέλαβε όλο της το σώμα, ότι την περιμένουν από μέρα σε μέρα…
Ο Γιωργάκης, ένα πολύ κοντό και αδύνατο παιδάκι, μόλις άκουσε την καμπάνα και είδε τα βλέμματα όλων πάνω του, χλώμιασε, το πρόσωπό του έγινε σαν πανί και άρχισε να τρέμει. Μάζεψε γρήγορα τα τετράδιά του, τα έβαλε όπως όπως στην τσάντα και σηκώθηκε όρθιος. «Εγώ, κυρία, εγώ…», δεν ήξερε τι και πώς να το πει, ότι ήθελε να φύγει, να τρέξει στο σπίτι, μήπως και η καμπάνα δεν αφορούσε αυτούς, μήπως και η καμπάνα χτυπούσε για άλλον…
Στην ώρα χτύπησε και το κουδούνι. Όμως, αυτή τη φορά, με πολύ κόσμιο τρόπο και μια επισημότητα, θα μπορούσε να πει κανείς, αν και ήμασταν μόνο οχτώ χρονών, σηκωθήκαμε από το θρανίο και αρχίσαμε να αποχωρούμε από την τάξη κατά παρέες. Ο Γιωργάκης είχε ήδη φτάσει στο σπίτι τρέχοντας σαν βολίδα…
Το απόγευμα όλα τα παιδιά ήμασταν έξω από το σπίτι του. Γυναίκες με λουλούδια στο χέρι έμπαιναν μέσα, να χαιρετήσουν τη νεκρή, που ο χάρος την πήρε πάνω στο άνθος της ηλικίας της, ήταν δεν ήταν 32 χρονών, οι άνδρες ήταν στην αυλή παρηγορώντας τον τεθλιμμένο σύζυγο, που είχε να σηκώσει πλέον βαρύτατο φορτίο, να είναι μάνα και πατέρας στα τρία παιδιά του, ενώ το καπάκι της κάσας όρθιο στην εξώπορτα ήταν ο αδιάψευστος μάρτυρας της τραγωδίας που διαδραματιζόταν μέσα…
Την άλλη μέρα στην κηδεία όλη η τάξη κρατώντας ένα λουλουδάκι στο χέρι πήγαμε να αποχαιρετήσουμε τη μαμά του συμμαθητή μας και να του συμπαρασταθούμε έτσι στην ανείπωτη συμφορά. Ο Γιωργάκης με βλέμμα απλανές, μη συναισθανόμενος επακριβώς τι συνέβαινε και τι θα σήμαινε από εδώ και πέρα η μεγάλη αυτή απώλεια, στεκόταν δίπλα στον πατέρα του και τις δυο μεγαλύτερες αδερφές του, που έκλαιγαν με αναφυλλητά. Εγώ, παρατηρώντας όλα τα διαδραματιζόμενα στην εκκλησία, έκανα αυτόματα έναν συνειρμό φέρνοντας στο νου μου παραμύθια με ορφανά και κακές μητρυιές που τα βασάνιζαν. Και ενδόμυχα, ευγνωμονούσα την τύχη μου που δεν ήμουν εγώ στη θέση του Γιωργάκη και παρακαλούσα τον Θεό να έχει καλά τη μαμά μου…
Θα είχαν περάσει καναδυό μήνες από το δυσάρεστο αυτό γεγονός και όλα είχαν βρει την κανονικότητά τους. Στην ύλη του Αναγνωστικού υπήρχε ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη μητέρα και ένα έξοχο ποίημα του Βιζυηνού, με τίτλο «Η μάνα». Η δασκάλα θεώρησε καλό να ξεκινήσει από το ποίημα.
Πώς να πειράξω τη μητέρα, να κάμω εγώ να λυπηθεί,
Που όλη νύχτα κι όλη μέρα για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν’αρνηθώ ή ν’αναβάλω ό,τι ορίζει κι απαιτεί
Αφού στη γη δεν έχω άλλον κανένα φίλο σαν αυτή…
Δεν πρόλαβε η δασκάλα να τελειώσει τους πρώτους στίχους και ξαφνικά την ησυχία της τάξης διέκοψε ένας λυγμός στην αρχή, μια κραυγή μετά «μαμάαααα» που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κλάμα γοερό. Γυρίσαμε όλοι προς τη μεριά του Γιωργάκη. Το πληγωμένο παιδάκι είχε πέσει με το κεφάλι πάνω στο θρανίο και το λεπτοκαμωμένο του κορμάκι συνταράσσονταν από το κλάμα, ενώ εμείς νιώθαμε μαχαιριές στην καρδούλα μας…
Η δασκάλα, μια εικοσιδιάχρονη άπειρη κοπελίτσα, μην έχοντας την εμπειρία της μάνας να απλώσει τα χέρια σαν φτερούγες στο πουλάκι που έτρεμε, τα έχασε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πήγε προς το μέρος του Γιωργάκη, που το κλάμα του δεν είχε σταματημό, και με αδέξιο τρόπο προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Πολλά από τα κοριτσάκια, σαν πιο ευαίσθητα, αρχίσαμε να κλαίμε κι εμείς, κοιτάζοντας συγχρόνως τη δασκάλα με μίσος, που έγινε πρόξενος τέτοιας ταραχής, ενώ τα αγόρια, σαν πιο σκληρά, έστρεφαν το βλέμμα μια στο συμμαθητή και μια στη δασκάλα, που βρισκόμενη σε φοβερή αμηχανία, δεν έλεγε πια τίποτα…
Ο Γιωργάκης, ύστερα από αυτό το περιστατικό, έκανε μέρες να ξανάρθει στο σχολείο. Δεν κατάλαβα αν ήταν από ντροπή (γιατί, όμως) ή έβλεπε το σχολείο σαν κάτι που του έξυνε την χαίουσα πληγή του. Η δε δασκάλα, που νοίκιαζε στο σπίτι μας, συνταραγμένη το μεσημέρι και με κλάματα αφηγήθηκε στη μαμά και τη γιαγιά μου το περιστατικό, ψιθυρίζοντας διαρκώς με συντριβή: «Πώς δεν το σκέφτηκα ότι είχα ορφανό παιδάκι στην τάξη, πώς του έκανα τόσο κακό»…
Πολυ λυπηρη ιστορια νομιζω οτι ο πονος αυτος με συγκλονιζει !
Ελένη μου,έχεις δίκιο…Η απώλεια της μάνας για το παιδί είναι τραγική,κυρίως στη μικρή ηλικία…
Πολυ συγκινητικο Μαρουλα μου και σιγουρα εμπειρια ζωης για ολα τα παιδια της ταξης!
Πόσο σκληρή και άδικη είναι μερικές φορές η ζωή…