Δεν την ήξερε. Πρώτη φορά την έβλεπε. Για φαντάσου, τόσα χρόνια στην απέναντι οικοδομή και να μη την έχει δει ποτέ… Αλλά μήπως έμεινε και ποτέ στο σπίτι; Πρωί πρωί έφευγε και το βράδυ αργά γύριζε από τη δουλειά.
Τώρα, όμως, με την πανδημία και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό, εργαζόταν στο σπίτι. Και από το παράθυρό του έβλεπε την όμορφη γειτόνισσα να βγαίνει στο μπαλκόνι, να απλώνει ρούχα, να σκουπίζει, να παίρνει τα σκουπίδια. Του έκανε εντύπωση το ύφος της: θλιμμένο, άτονο, χωρίς ζωή, έκανε τη δουλειά της και χωρίς να κοιτάξει αλλού γρήγορα γρήγορα έμπαινε μέσα σαν κυνηγημένη.
Μέρα με τη μέρα άρχισε να του γίνεται έμμονη ιδέα. Να μάθει γι’αυτήν, να τη δει από κοντά, να της μιλήσει. Προσπάθησε να εκμαιεύσει κάποια πληροφορία από τη γυναίκα του, αλλά ούτε κι αυτή ήξερε κάτι για τη μελαγχολική γειτόνισσα. Αποφάσισε να δράσει. Μια μέρα που την είδε στο μπαλκόνι να απλώνει ρούχα, βγήκε και αυτός στο δικό τους και άρχισε να την παρατηρεί έντονα. Η γυναίκα, λες και τα κύματα του ηλεκτρισμού από απέναντι την ακούμπησαν, γύρισε το κεφάλι της προς αυτόν και κοιτάχτηκαν αρκετή ώρα. Της χαμογέλασε και, ναι, δεν του φάνηκε, έτσι ήταν, του ανταπέδωσε το χαμόγελο!
Αυτό ήταν! Η αρχή έγινε! Η άχρωμη ζωή του απέκτησε χρώμα. Κάθε μέρα, σαν να είχαν ραντεβού, έβγαιναν στο μπαλκόνι συγχρόνως. Το δεύτερο βήμα ήταν να βρεθούν από κοντά, να μιλήσουν. Έτσι, μόλις την είδε κάποια μέρα να παίρνει τα σκουπίδια για να τα κατεβάσει κάτω, προθυμοποιήθηκε και αυτός να κατεβάσει τα δικά τους.
Συνάντηση μπροστά στον κάδο… σημείο μάλλον αποκρουστικό, άδειο από ρομαντισμό; Όμως τι σημασία είχε; Εκεί μπορούσε να τη συναντήσει, εκεί τη συνάντησε. Την παρατήρησε από κοντά πλέον. Μια πολύ καλοβαλμένη γυναίκα, με όμορφα χαρακτηριστικά, που η διάχυτη θλίψη στο πρόσωπό της λες και πρόσθετε γοητεία, δεν αφαιρούσε. Μίλησαν. Για την ακρίβεια ξεκίνησε αυτός πρώτος. Ανταποκρίθηκε. Κοινά, στερεότυπα. Αν μένει μόνη, αν έχει παιδιά, αν εργάζεται… Όχι, δεν έμενε μόνη της, με τον άντρα της, που τώρα εργάζεται στο γραφείο του. Όχι, δεν έχει παιδιά. Δεν εργάζεται τώρα, είναι βρεφονηπιοκόμος, περιμένει να ανοίξουν οι παιδικόι σταθμοί.
Μετά από δυο μέρες,η «τυχαία»συνάντηση επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά πήρε περισσότερο θάρρος, της ζήτησε το κινητό και άρχισαν τα μηνύματα. Μετά έγιναν «φίλοι» στο facebook και μέσω του messenger άρχισαν να επικοινωνούν διαρκώς και να ξετυλίγουν τη ζωή τους. Αυτός πόσο τον είχε απορροφήσει η ρουτίνα της δουλειάς και μέχρι τώρα ήταν σπίτι-γραφείο. Ναι, έχει γυναίκα, αλλά ζουν συμβατικά, είναι τα παιδιά βλέπεις…
Αυτή του εξομολογήθηκε πόσο άσχημα περνούσε, πόσο άχαρη ήταν η ζωή της, πόσο έξω έπεσε στην επιλογή συντρόφου, που δεν την υπολόγιζε και διαρκώς την πρόσβαλλε… Να χωρίσει; Ναι, είναι μια λύση, χωρίς παιδιά είναι πιο εύκολο, αλλά δεν τολμά, δε θέλει να στενοχωρήσει και τους γονείς της…
Πόσα πράγματα μπορούν να ειπωθούν σε έναν υπολογιστή… Πόσο ανοιχτό βιβλίο μπορεί να γίνει ο καθένας, όταν βρει ευήκοον ους…
Η συνομιλία αυτή άλλαξε τη ζωή τους, και των δυο, την ομόρφυνε. Της έδωσε νόημα, περιεχόμενο. Ματιές από μακριά, λίγα λόγια από κοντά μπροστά στον άχαρο σκουπιδοτενεκέ, αλλά τα σώψυχά τους σε μια οθόνη υπολογιστή… Οι σκέψεις τους, τα αισθήματά τους, τα παράπονά τους από τους συντρόφους τους, λέξεις και φράσεις που χόρευαν και μετουσιώνονταν σε ένα χτυποκάρδι, σε μια τρυφερότητα, μια γλυκιά προσμονή…
Η καραντίνα άλλαξε τη ζωή όλων, προς το χειρότερο, ως επί το πλείστον. Γι’αυτούς όμως υπήρξε γόνιμη, ευεργετική, ελπιδοφόρα, χρωματιστές πινελιές σε δυο ζωές άχαρες και γκρίζες…