Ήταν μια εποχή που το έτοιμο ένδυμα (prêt à porter) δεν κυριαρχούσε στην έκταση που το συναντούμε σήμερα. Η ποιότητα ζωής και η ευημερία είχαν άλλα μέτρα. Η μοδιστρική δεν ήταν ιδιαίτερα επικερδής απασχόληση τόσο, όσο μια κοινωνική αναγκαιότητα. Έτσι κοπέλες ή κυρίες έδιναν το σκληρό αγώνα της βιοπάλης σκυμμένες πάνω από το βελόνι στα πλαίσια της προσωπικής και οικογενειακής αξιοπρέπειας. Καρφίτσες καρφωμένες στο πέτο ή πρόχειρα στο στόμα, ψαλίδι στο χέρι, μεζούρα περασμένη στο λαιμό και το ανελέητο γκρ γκρ της ραπτομηχανής…

Υπήρχε μια ολόκληρη διαδικασία: η επιλογή και η αγορά του υφάσματος, η επιλογή του σχεδίου από τα περιοδικά μόδας, τα λεγόμενα φιγουρίνια, κι ένα πήγαινε – έλα στη μοδίστρα για δυο ή τρεις πρόβες μέχρι να τελειώσει το ρούχο. Ιερή η στιγμή που η πελάτισσα περνούσε την πόρτα του «ατελιέ», έτοιμη να παραδοθεί στα δίχτυα της ομορφιάς. Η προσδοκία και η προσμονή της τελειότητας… Και μετά την πολυήμερη δουλειά, το ταγιέρ, το φόρεμα ή το επανωφόρι έπρεπε να παραδοθεί έτοιμο και καλοσιδερωμένο…

Μια εναλλακτική και σαφώς φτηνότερη και άρα πιο συμφέρουσα λύση ήταν να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι με το μεροκάματο. Απαραίτητη προϋπόθεση να υπάρχει ραπτομηχανή στο σπίτι –όλα σχεδόν τα νοικοκυριά τότε διέθεταν μία. Ερχόταν λοιπόν η μοδίστρα στις 8 το πρωί και έφευγε στις 8 το βράδυ. Στο δωδεκάωρο αυτό έκοβε, έραβε, έκανε πρόβες μέχρι να τελειώσει η μέρα.


Εμείς στο σπίτι μας ήμασταν τρεις γυναίκες: η μα- μά, η αδερφή μου κι εγώ. Έτσι ένα μεροκάματο εκ των πραγμάτων δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τις ανάγκες για ένδυση, γι’ αυτό, όταν θέλαμε να ανανεώσουμε την γκαρνταρόμπα μας, παίρναμε τη μοδίστρα για δύο συνεχόμενες μέρες. (Αναφέρομαι στα εφηβικά, φοιτητικά και νεανικά μου χρόνια). Προηγουμένως είχαμε προμηθευτεί τα υφάσματα που θέλαμε να ράψουμε, φορέματα, ταγιέρ, παλτό. Η ραπτομηχανή, μια SINGER, προίκα της γιαγιάς μου (!), αλλά καταπληκτική.

Πρώτη δουλειά, μόλις ερχόταν η μοδίστρα και μέχρι να πιει τον καφέ της, ήταν να δούμε τα φιγουρίνια που είχε φέρει και να διαλέξουμε τα σχέδια. Στη συνέχεια έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα και το ψαλίδι έπιανε φωτιά. ́Εκοβε, έκοβε, έκοβε και βοηθούμενη από τη μητέρα μου, που ήξερε τη μοδιστρική –δεν υπήρχε κάτι που να μη το ήξερε αυτή η καταπληκτική γυναίκα– έβαζε καρφίτσες, τα τρύπωνε και τα συναρμολογούσε πάνω στο σώμα μας σαν πρώτη πρόβα.


Κανένα χέρι δεν περίσσευε. Η μοδίστρα έκοβε και στη συνέχεια γάζωνε, η μαμά έβγαζε τις καρφίτσες και τα τρυπώματα και ασχολούνταν με τις λεπτομέρειες, εμείς με το βελόνι κάναμε το σουρ φιλέ στα εσωτερικά για να μη ξεφτίζουν. Η μια πρόβα διαδεχόταν την άλλη. Μια ανάπαυλα το μεσημέρι για φαγητό, ξανά δουλειά, το απόγευμα για καφέ, μέχρι το βράδυ.


Την άλλη μέρα η συνέχεια. Η κάθε μια από τις τρεις μας ήθελε το ταγιέρ, το φόρεμα, το παλτό. Ήταν δυνατόν τόσα «κομμάτια» να τελειώσουν σε δυο μέρες; Ασφαλώς όχι. Όμως γίνονταν τα βασικά και μετά, όταν η μοδίστρα έφευγε, το τελείωμα το αναλάμβανε η μαμά. Κάτι που μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος, κάποια στιγμή όμως τελείωναν όλα.


Εκείνες τις δυο μέρες το σπίτι έμοιαζε με βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων. Το ασταμάτητο γκρ γκρρρ της ραπτομηχανής, ψαλίδια, μασουράκια, μεζούρες, κουμπιά, φερμουάρ, ανάμεσα σε κλωστές και ρετάλια από τα υφάσματα, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα… Εμείς σκυμμένες πάνω από το βελόνι, η δε γιαγιά μαγείρευε και σέρβιρε. Είπαμε, κανένας δεν περίσσευε. Δυο εργώδεις μέρες που κανείς μας δεν σήκωνε κεφάλι. Και μετά η ανταμοιβή: η χαρά για το καινούριο ρούχο…


Όπως όλα στη ζωή, έτσι και στα επαγγέλματα όλα εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Οι αλλαγές στο χρόνο καταιγιστικές. Η επιθετική βιομηχανία της μόδας με τη μαζική παραγωγή του ετοιματζίδικου παραγκώνισε τις κυρίες αυτές. Οι βιτρίνες βρίθουν πια από έτοιμα ρούχα για όλα τα βαλάντια, χωρίς το ρίσκο της αποτυχίας. Το δοκιμάζεις, σου κάνει, το παίρνεις. Και αν αλλάξεις γνώμη, το επιστρέφεις για κάτι άλλο. Το ρούχο πλέον έχει την υπογραφή του κατασκευαστή στην ούγια και οι μοδίστρες, αν εξαιρέσουμε τα διάσημα ατελιέ, έχουν περιοριστεί στο ρόλο της επιδιορθώτριας, καθώς, λόγω της κρίσης, ανασύρονται ρούχα παλιά από τα μπαούλα για να επιδιορθωθούν και μετά το ρετουσάρισμα να φορεθούν ξανά.