Στο Δημοτικό ήμουν καλή μαθήτρια και οι φίλες μου, στην πλειονότητά τους, το ίδιο. Η επιλογή ήταν μάλλον τυχαία και όχι από ελιτίστικη διάθεση. Όχι όμως ότι σνόμπαρα και τα άλλα κορίτσια, και απόδειξη η Λίτσα.
Η Λίτσα ήταν ένα πολύ φτωχό και εξαιρετικά αδύνατο κοριτσάκι. Ήταν ακριβώς ο αντίποδάς μου: συνεσταλμένη, δειλή, βολική, με καλούς τρόπους, μελετηρή εγώ, το ακριβώς αντίθετο η Λίτσα. Από μαθήτρια, σκράπας! Τη βρήκα στην Β΄τάξη και την άφησα πίσω στην Ε΄,για να τα μάθει καλύτερα. Όλοι οι δάσκαλοι, σαν να ήταν συνεννοημένοι, της εφιστούσαν την προσοχή να διαβάζει, γιατί, προφήτευαν, δεν θα προκόψεις στη ζωή σου. Αδύνατη λοιπόν πολύ, αλλά όλο νεύρο. Δυο μάτια σαν αναμμένα κάρβουνα, απύθμενο θράσος, γλωσσού. Στα διαλείμματα έτρεχε σαν λαγός και παράβγαινε με τα αγόρια. Στο σκοινάκι δεν έχανε ποτέ, πηδούσε σαν κατσίκι. Στο σκάμμα ξεπερνούσε τους πάντες, κάτι σαν τη Βούλα Παπαχρήστου, και στο μονόζυγο έκανε ακροβατικά που σου έκοβαν την ανάσα… Κατάφερνε εν ολίγοις ό,τι δεν μπορούσα να κάνω εγώ, γι’αυτό και τη θαύμαζα και κρυφά τη ζήλευα…
Το σπίτι της Λίτσας ήταν ψηλά, στις παρυφές του Άη Δημήτρη. Λίγο πιο πάνω στο λόφο ήταν ένα δασάκι που η Λίτσα το ανεβοκατέβαινε τρέχοντας πολλές φορές την ημέρα, ήταν στο DNA της να μη κάθεται στιγμή αλλά πάντα να τρέχει.
Ένα απόγευμα που δεν είχαμε σχολείο, ή Τετάρτη ή Σάββατο θα ήταν, γιατί τις άλλες μέρες πηγαίναμε και το απόγευμα για ένα δίωρο στο σχολείο, η Λίτσα με κάλεσε να πάω σπίτι της να παίξουμε. Δέχτηκα περιχαρής. Στατικό παιχνίδι η Λίτσα; Αδύνατον! Έριξε την ιδέα να ανεβούμε στο λόφο. Μόλις είχε βρέξει, το χώμα ήταν ιδιαίτερα γλυστερό και, κατά την προσφιλή της συνήθεια, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε και να κατεβαίνουμε τσουλώντας. Υπήρχε και ένας σωλήνας, προφανώς για να κατεβάζει κάτω το νερό της βροχής, με αρκετά μεγάλη διάμετρο, χωρούσαμε να μπούμε μέσα. Έτσι ο σωλήνας αυτός ήταν η τσουλήθρα μας, ανεβαίναμε πάνω και κατεβαίναμε μέσα από τον σωλήνα.
Η δραστηριότητα αυτή με συνεπήρε, ήταν κάτι άγνωστο για μένα. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα και άρχισε να σουρουπώνει. Έλειπα ήδη πολλές ώρες από το σπίτι, χωρίς κανείς να ξέρει πού είμαι. Ακούγεται ίσως παράξενο σήμερα, αλλά τότε βγαίναμε από το σπίτι για παιχνίδι και οι γονείς δεν ανησυχούσαν, ήξεραν ότι θα είμαστε κάπου εκεί κοντά, στην πλατεία ή σε κάποια γειτονιά που μαζεύονταν παιδιά. Κανένας κίνδυνος δεν ελλόχευε, ακόμα κι αν χτυπούσαμε, μας έβαζαν λίγο ιώδιο και αυτό ήταν.
Κάποια στιγμή λοιπόν που νύχτωσε για τα καλά, ανέμελες, κατεβήκαμε στην πλατεία, καταλασπωμένες, να συνεχίσουμε το παιχνίδι. Είπαμε οι γονείς δεν ανησυχούσαν, αλλά, καθώς πέρασαν αρκετές ώρες χωρίς να δώσω σημεία ζωής, η μητέρα μου άρχισε να τρελαίνεται. Ρώτησε δεξιά και αριστερά, κανένας δεν μας είχε δει, έτσι ήρθε στην πλατεία καιροφυλακτώντας μήπως με δει εκεί.
Μόλις μας είδε και τις δύο ξαναμμένες και λασπωμένες και ξέροντας λίγο πολύ τι εστί Λίτσα, κατάλαβε τα πάντα. Προσπαθώντας να μη δείξει το θυμό της, μου ζήτησε να πάω σπίτι. Εγώ κάτι ψυχανεμίστηκα, ότι δεν θα καλοπερνούσα, και έχοντας και λερωμένη τη φωλιά μου, αρνήθηκα να ακολουθήσω. Τότε εκείνη, επιστρατεύοντας όλη τη γαλιφιά, μου είπε ότι κάποιος έφερε σπίτι κάτι πουλάκια και να πάω να τα δω. Ήξερα για εκείνο το μαρτυριάρικο πουλάκι που ό,τι κάναμε, το πρόφταινε αμέσως στη μαμά μας, αλλά τώρα δεν επρόκειτο γι’αυτό, ήταν κάποια πουλάκια που μου τα έφερε δώρο ένας θείος μου. Φυσικά, γεμάτη προσμονή την ακολούθησα στο σπίτι. Πριν καλά καλά μπούμε μέσα και κλείσει η εξώπορτα, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε… Άρχισε το ξύλο να πέφτει βροχή, πού σε πονεί και πού σε σφάζει…
Κι άλλες φορές είχα φάει ξύλο από τη μητέρα, είχε επωμιστει εκείνη το ρόλο του τιμωρού στο σπίτι, παρόλο που ήμουν αρκετά πειθαρχημένο παιδί, αλλά τότε οι παιδαγωγικές μέθοδοι όχι μόνο το επέτρεπαν, αλλά το συνιστούσαν κιόλας, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Άλλωστε το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο. Αυτή τη φορά όμως ήταν κάτι παραπάνω και έχει χαρακτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Και βέβαια ακολούθησαν και οι απαγορεύσεις: ποτέ πια παρέα με κακά κορίτσια, μόνο με καλά παιδιά…
Η ζωηρή Λίτσα, λοιπόν, τελείωσε το σχολείο ένα χρόνο μετά από μένα. Αμέσως μετά με τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Δεν συνέχισε στο Γυμνάσιο, δεν ήταν για διαβάσματα η Λίτσα. Έμαθε ραπτική και άρχισε από νωρίς τη δουλειά ως εργάτρια σε βιοτεχνίες. Κάποια στιγμή, παρά τις προφητείες των δασκάλων ότι δεν θα προκόψει ποτέ, άνοιξε βιοτεχνία την εποχή που ανθούσαν οι βιοτεχνίες, απέκτησε οικογένεια και κοινωνική καταξίωση.
Είχα πάρα πολλά χρόνια να τη δω ή να μάθω νέα της. Μια φορά, μετά από δεκαετίες, τη συνάντησα τυχαία στην Ερμού. Δεν ήταν πια το αδύνατο κοριτσάκι, είχε πάρει αρκετά κιλά, αλλά το σπινθηροβόλο βλέμμα και το νεύρο πάνω της ακόμα υπήρχαν…