Είχα τελειώσει τα προνήπια και κάθε φορά που μου έκαναν την κλασική ερώτηση «τι τάξη θα πας;», απαντούσα με καμάρι «μεγάλα νήπια!». Με τη διαβάθμιση αυτή, από τα μικρά στα μεγάλα νήπια, πίστευα ότι είχα πια μεγαλώσει πολύ. Το ίδιο φαίνεται ότι πίστευαν και η μαμά μου και κυρίως η θεία Μαρίκα, που καθώς ήρθε τέλος καλοκαιριού στο χωριό να δει τη μητέρα της και γιαγιά μου, ζήτησε από τους γονείς μου να με πάρει μαζί της στη Θεσσαλονίκη για λίγες μέρες, να ανοίξουν οι ορίζοντές μου – δεν το είπε έτσι ακριβώς, αλλά αυτό εννοούσε.
Έτσι, αρχές Σεπτεμβρίου ήρθαμε στη συμπρωτεύουσα. Τι δρόμοι μεγάλοι ήταν αυτοί, τι πολλά αυτοκίνητα και κυρίως, τι ψηλά σπίτια… και πώς τα λένε… α, πολυκατοικίες… Στο αστικό, πηγαίνοντας από το πρακτορείο στο σπίτι, περνώντας από την Εγνατία, η τεράστια γόβα έξω από τον Καρύδα αιχμαλώτισε την προσοχή μου. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου μέχρι που χάθηκε…
Η θεία μου έμενε σε μονοκατοικία στην οδό 28ης Οκτωβρίου, που τότε λεγόταν Ιταλίας. Διαγωνίως απέναντι από το σπίτι, επί της Βασιλίσσης Όλγας, υπήρχαν τρεις πολυκατοικίες (μόνο…), που τις είχα σαν σημάδι. Κάθε φορά που ο ξάδερφός μου Μάκης, εφτά χρόνια μεγαλύτερος, με πήγαινε βόλτα, μόλις πλησιάζαμε στο σπίτι και έβλεπα τις τρεις πολυκατοικίες, που η διάταξή τους ήταν σαν τρίγωνο, αναφωνούσα όλο χαρά: «Φτάσαμε στο σπίτι!». Και εκείνος γελούσε και θαύμαζε το πόσο … έξυπνη ήμουν…
Μια μέρα η θεία με πήρε να επισκεφτούμε μια φίλη της και να παίξω κι εγώ με τα παιδάκια της. Πήγαμε σε ένα διώροφο σπίτι και πρόσεξα ότι στα τρία ή τέσσερα δωμάτια του ορόφου έμεναν ισάριθμες οικογένειες, που μοιράζονταν την ίδια κουζίνα και την ίδια τουαλέτα! Όταν αργότερα διάβασα το «Δέκα» του Καραγάτση, ήρθε αμέσως στο μυαλό μου η εικόνα αυτή. Αν και μικρή, εξέφρασα την απορία μου στη θεία για τη συγκατοίκηση αυτή, το παιδικό μυαλουδάκι μου δεν ήταν σε θέση να συλλάβει το πνεύμα της εποχής, την αρχή της εσωτερικής μετανάστευσης και τη φτώχεια των μεροκαματιάρηδων στις μεγαλουπόλεις.
Μια άλλη εικόνα που έχει καταγραφεί στη μνήμη μου από το πρώτο αυτό ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη είναι το ασανσέρ. Ο ξάδερφός μου με πήρε μαζί του να πάμε σε έναν φίλο του που έμενε σε μια από τις τρεις πολυκατοικίες της γειτονιάς. Μόλις περάσαμε την είσοδο και χωρίς να με προϊδεάσει καθόλου, ανοίγει μια πόρτα και μπαίνουμε σε ένα μικροσκοπικό δωματιάκι. Πριν προλάβω να ρωτήσω τι είναι αυτό, πατάει ένα κουμπί και… ένα κενό στο στομάχι μου, ένα αχ!, καθώς έβλεπα να κινούμαστε προς τα πάνω! Όταν πια ξεπέρασα τον αρχικό φόβο, πηγαίναμε κάθε μέρα εκεί και ανεβοκατεβαίναμε τους ορόφους άσκοπα.
Μια και έτυχε να βρεθώ Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη, η θεία με τον θείο θεώρησαν καλό να με πάνε στην Έκθεση. Σ΄όλο το δρόμο μου έκαναν μάθημα να είμαι κοντά τους, να μην ξεφύγω και χαθώ, και αν σε περίπτωση συμβεί αυτό – ο μη γένοιτο – να προσπαθήσω να βρω κάποιον αστυφύλακα και να του πω τη διεύθυνση: Ιταλίας 16 Β. Με έβαλαν μάλιστα να επαναλάβω πολλές φορές τη διεύθυνση.
Όταν φτάσαμε στην Έκθεση, δεν ήξερα τι να πρωτοκοιτάξω,τι να πρωτοθαυμάσω. Τα φώτα που αναβόσβηναν σε έναν τρελό χορό, τα παιχνίδια, τις μουσικές που ξεχύνινταν από παντού, τους πάγκους με τα ζαχαρωτά… Όταν δε σε λίγο ήρθε η ώρα για τα ακροβατικά, εκεί ήταν που τρελάθηκα. Ο ακροβάτης ισορροπούσε σε ένα σκοινί κρατώντας ένα κοντάρι οριζόντια κι εγώ έτρεμα μη πέσει από στιγμή σε στιγμή. Και μόλις τελείωσε τον άθλο του-γιατί για άθλο πρόκειται, ξεκίνησαν ψηλά στον ουρανό τα πυροτεχνήματα. Χρώματα και σχέδια έσκιζαν τον ουρανό και όλοι από κάτω φωνάζαμε ααααα!
Την ώρα που τελείωσαν τα μοναδικά αυτά θεάματα μέσα σε έναν φοβερό συνωστισμό, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι δίπλα μου οι θείοι μου,κάποιοι μας χώρισαν! Με κατέλαβε πανικός! Άρχισα να τους φωνάζω και να ψάχνω τριγύρω. Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου το «μάθημα» που μου έκαναν κατά τη διαδρομή και κλαίγοντας προχωρούσα να βρω αστυνόμο. Ένα ζευγάρι, βλέποντάς με μόνο παιδάκι να κλαίω, με πλησίασαν, με ρώτησαν τι συνέβη και αμέσως εγώ επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο είπα ότι μένω Ιταλίας 16Β και πρέπει να με πάνε στην αστυνομία. Φαίνεται ότι το είπα τόσο σθεναρά, που γέλασαν και πιάνοντάς με από το χέρι, ξεκίνησαν για το αστυνομικό τμήμα που υπήρχε στο χώρο της Έκθεσης. Εκείνη τη στιγμή βλέπω τους θείους μου αλαφιασμένους να έρχονται προς το μέρος μας. Όρμησα στην αγκαλιά τους, νομίζω όμως ότι αυτοί ένιωσαν πολύ μεγαλύτερη ανακούφιση από μένα, γιατί βέβαια είχαν μεγάλη ευθύνη.
Όταν μετά από μερικά χρόνια το κύμα της αστυφιλίας παρέσυρε κι εμάς στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι της θείας μου ήταν τον πρώτο καιρό και μέχρι να κάνω παρέες, το καταφύγιό μου. Κάθε μέρα με την αδερφή μου από την Παρασκευοπούλου που μέναμε, στρίβαμε στη Δελφών και μετά Μακεδονίας και φτάναμε στην Ιταλίας. Η θεία Μαρίκα ήταν πολύ γενναιόδωρη και σε αισθήματα και σε καλούδια και θυμόμασταν την περιπέτειά μου στην Έκθεση. Ο δε Μάκης ήταν αυτός που αργότερα με συνόδευε στα πρώτα πάρτυ, ελλείψει αδερφού. Η θεία και ο θείος πέθαναν σε βαθύ γήρας, όμως ο ξάδερφός μου πέθανε νεότατος, γεγονός που ακόμα με θλίβει…