Το νέο κυκλοφόρησε αμέσως: ήρθε μια Ιταλίδα! Μια Ιταλίδα στο χωριό!
Σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα ήταν λέξεις ανύπαρκτες και που οι μόνοι επισκέπτες στη μικρή κοινωνία του χωριού ήταν κάποιοι από τα διπλανά χωριά, άντε το πολύ από τη γειτονική πόλη, τις Σέρρες, το να μας κάνει την τιμή να έρθει μια Ιταλίδα ήταν από μόνο του μια είδηση, ένα συγκλονιστικό γεγονός, σαν να μας είχαν επισκεφτεί εξωγήινοι…
Η Φιορέντσα δεν ήταν απλά μια ξένη, ήταν ένα πλάσμα αλλιώτικο, σαν νεράιδα, σαν οπτασία, σαν ξωτικό. Την έφερε από την Ιταλία ο Ιάσονας, φοιτητής εκεί, και τη σύστηνε ως μνηστή του. Ψηλή και πολύ λεπτή, σαν κλαράκι, με μακριά μαλλιά και κατακόκκινα χείλη. Φορούσε ένα κλαρωτό φόρεμα που έσφιγγε και αναδείκνυε τη σαν δαχτυλίδι μέση της, είχε ένα βαθύ ντεκολτέ που λίγα πράγματα μπορούσε να κρύψει και κάτω από τις σούρες του φορέματος το φουρό. Ήταν και στο φόρτε του τότε το τραγουδάκι :
«φουστανάκι με καρό
Κι από μέσα το φουρό
Τι κορμάκι λυγερό».
Στα πόδια της φορούσε γοβάκια ψηλοτάκουνα, που παρέπεμπαν στη Σταχτοπούτα. Την έβλεπες κι έλεγες τώρα θα χτυπήσει το ρολόι 12 και θα χαθεί το ένα γοβάκι… Ολόκληρη ήταν βγαλμένη από ένα παραμύθι.
Περπατούσε με δυσκολία στα καλντερίμια του χωριού, ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν εξοικειωμένη με κακοτράχαλους δρόμους. Το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο πάντα μπροστά, χωρίς να βλέπει δεξιά και αριστερά (τι το σπουδαίο είχε άλλωστε να δει;), έδινε την εντύπωση ότι μπροστά ακριβώς από το πρόσωπό της υπήρχε ένας αόρατος καθρέφτης, όπου και αυτοθαυμαζόταν.
Σε κάποια σημεία που ο δρόμος είχε λάσπες, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ιάσονας την έπαιρνε στην αγκαλιά του για να υπερκεράσει το σκόπελο της λασπουριάς.
Εγώ, παιδάκι του νηπιαγωγείου τότε, επηρεασμένη από τα πολλά παραμύθια με πριγκίπισσες και νεράιδες, έβλεπα στο πρόσωπο της Φιορέντσας μια πριγκιποπούλα που ξέπεσε σε ένα ποταπό βασίλειο, εντελώς ανάξιο για το μεγαλείο της.
Πράγματι, η Ιταλίδα δεν ήταν από το Νότο, όπου η κατάσταση δεν διέφερε και πολύ από την τότε Ελλάδα, αλλά από τη βόρεια Ιταλία, από την Μπολόνια. Από την άλλη, το σπίτι του μνηστήρα της ήταν μεν τεράστιο, όπως όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού, αλλά χωρίς καθόλου ανέσεις. Το μπάνιο ανύπαρκτο, η τουαλέτα έξω στην αυλή, κάθε φορά έπρεπε να κατέβει δυό ορόφους, να προχωρήσει σε μια λασπωμένη αυλή, για να φτάσει σε μια τουαλέτα τουρκικού τύπου.
Τα πεθερικά, άνθρωποι χωρικοί, αγρότες, που δεν ήταν σε κακή οικονομική κατάσταση, πώς άλλωστε θα σπούδαζαν παιδί στο εξωτερικό τότε, στην προσπάθειά τους να ευχαριστήσουν τη «νύφη» αγόραζαν ό,τι καλύτερο διέθεταν τα παντοπωλεία. Και μπορεί μοτσαρέλες και παρμεζάνες να μην υπήρχαν τότε, αλλά σαλάμια και κασέρια και κρέατα δεν έλειπαν από το τραπέζι.
Όμως η Φιορέντσα, όσο κι αν αγαπούσε τον ωραίο Ιάσονα, τόσο δυσανασχετούσε με την πρωτόγονη κατάσταση που βρήκε. Η προοπτική να έρθει να μείνει στην Ελλάδα με το τέλος των σπουδών του μνηστήρα της μάλλον της ήταν αποκρουστική. Με το τέλος των διακοπών, όταν το ζευγάρι επέστρεψε στην Ιταλία, έλαβε τέλος και το ειδύλλιο. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες – ή μάλλον για πριγκίπισσες…
Μια ακόμη χαριτωμένη ιστοριούλα, άπταιστα γραμμένη όπως πάντα, πιάνοντας με μαστοριά τη ψυχολογία της νεαρής Ιταλίδας επισκέπτριας.