Μεγάλος έρωτας ενέσκηψε στο σόι. Όσο μεγάλος βέβαια μπορεί να είναι ένας έρωτας στην ηλικία των 13 χρόνων. Η ξαδέρφη μου η Βάσω, όμως, έτσι πίστευε και διακήρυττε ότι ήταν βαθιά ερωτευμένη με το συμμαθητή της από το Δημοτικό τον Τάκη. Και τόνιζε ότι υπήρχε ανταπόκριση, αμοιβαία τα αισθήματα.
Ερωτευμένα λοιπόν τα παιδιά κι εγώ δεν είχα λόγους να αμφισβητήσω το αίσθημά τους, όμως σε μια μικρή κοινωνία και σε μια εποχή που ούτε οι ενήλικες εκδήλωναν φανερά παρόμοια αισθήματα – όλα γίνονταν εν κρυπτώ και παραβύστω – πώς να συναντηθούν τώρα δυο παιδιά χωρίς το φόβο να τους δει κάποιος και να το μεταφέρει στους γονείς; Έτσι μια λύση υπήρχε, πέρα από τις κλεφτές ματιές το βράδυ στη «βόλτα»: τα γράμματα.
Η Βάσω επιθυμούσε διακαώς να στείλει επιστολή (χέρι χέρι, μέσω κάποιου ενδιάμεσου) στον αγαπημένο της, διατεινόταν όμως ότι δεν απέδιδε στο γραπτό λόγο, αν και η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Γι’αυτό παρακάλεσε εμένα να της γράφω τα ραβασάκια, αφού προηγουμένως μου έπλεξε το εγκώμιο για το πόσο καλά τα καταφέρνω στα γραπτά και τι ωραίες εκθέσεις γράφω.
Λίγο τα κολακευτικά της λόγια που με ξεσήκωσαν και με έκαναν να φουσκώσω σαν παγόνι, λίγο το ότι διαπνεόμουν από αλτρουιστικά αισθήματα, ανέλαβα να συντάξω την πρώτη ερωτική επιστολή με αποδέκτη τον Τάκη. Δεν είχα ιδέα από αντίστοιχα πράγματα ούτε είχα ξαναγράψει ερωτική επιστολή. Ήμουν όμως παιδί που διάβαζε πολλά βιβλία, καθότι δεν υπήρχε τότε η τηλεόραση για να σπαταλούμε σ’αυτή τον ελεύθερο χρόνο μας. Επιπροσθέτως στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας μαζί με τα άλλα βιβλία υπήρχαν και κάποια ερωτικού περιεχομένου από τα νειάτα της μητέρας μου, όπως «Η κυρία με τας καμελίας» (σύμφωνα με τη γλώσσα της εποχής) του Αλεξάνδρου Δουμά υιού, το «Έρως φθισικής» του Π. Μαντεγκάτσα, καθώς επίσης και οι ερωτικές επιστολές του Συρανό ντε Μπερζεράκ σε κάποια Ρωξάνη.
Από όλα λοιπόν αυτά τα βιβλία ξεσήκωσα κάποια τσιτάτα και συνέταξα το πρώτο ερωτικό γράμμα, που-φευ-δεν ήταν για μένα, αλλά για άλλη. Αναφερόμουν σε έναν έρωτα αγνό και ανιδιοτελή, σε μια σχέση που θα ακολουθούσε αργότερα μέχρι να καταλήξει κάποτε σε γάμο…
Μπορεί βέβαια να έγραφα για έρωτες, αλλά δεν έπαυα να είμαι παιδί, όπως και η Βάσω, η οποία, αφού ενέκρινε μετ’επαίνων το γράμμα, το παρατήσαμε εν τη αφελεία μας κάπου στις σκάλες της αυλής τους – πόση παιδική αθωότητα! – και πήγαμε για παιχνίδι. Ούτε που απασχόλησε ξανά τη σκέψη μας.
Προς το βραδάκι, κουρασμένες από το παιχνίδι, επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Πριν καλά καλά μπω μέσα, βλέπω και τη θεία μου (μητέρα της Βάσως) και τη μητέρα μου με ένα περίεργο ύφος να τελούν εν αναμονή. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, η θεία μου, μόλις βρήκε το παρατημένο γράμμα και καθώς βεβαιώθηκε ότι ναι μεν αποστολέας ήταν η κόρη της, αφού είχε στο τέλος το όνομά της, αλλά ο γραφικός χαρακτήρας δεν ήταν δικός της, το προσκόμισε κατ’ευθείαν στη μητέρα μου. Και οι ερωτήσεις κατά την ανάκριση άρχισαν να πέφτουν βροχή: Πού ξέρεις εσύ από τέτοια πράγματα, ποιος σου τα έμαθε, έχεις μήπως σχέση με κάποιο αγόρι;…. Την ίδια ανάκριση υπέστη και η Βάσω, όταν η μητέρα της επέστρεψε στο σπίτι.
Έτσι, η καριέρα μου ως ερωτικής επιστολογράφου έληξε άδοξα εν τη γενέσει, τουτέστιν ήταν θνησιγενής…
Μπράβο Μαρούλα!Τί ωραία που γράφεις!Κάθε φορά που διαβάζω μια ιστοριούλα σου περνάω τόσο ωραία,γιατί χάνομαι στα παιδικά μου χρόνια!