Έπαιζα, ως συνήθως, καθισμένη στο φαρδύ περβάζι του παράθυρου, όταν είδα μια όμορφη κοπελίτσα με ένα πανέρι λεμόνια να κατευθύνεται προς το σπίτι μας. Αφού ανέβηκε τη σκάλα, μας έδωσε ένα λεμόνι ως πρόσκληση για να πάμε να δούμε τα προικιά της Φωτούλας.
Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή και ανήμερα από το πρωί όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι του χωριού έπαιρναν το προσκλητήριο. Το λεμόνι, όμως, ήταν η πρόσκληση μόνο για συγγενείς και φίλους για την επίδειξη της προίκας, που γινόταν συνήθως την Πέμπτη πριν από το γάμο.
Προίκα ή προικιά είναι το σύνολο των ρούχων, σεντονιών, τραπεζομάντηλων, πλεκτών και λοιπών αντικειμένων που έπαιρνε η νύφη για το καινούριο της νοικοκυριό. Η συγκέντρωση όλων αυτών των αντικειμένων ξεκινούσε από την εφηβική ηλικία της κοπέλας και ήταν μια δαπανηρή διαδικασία. Αλλά εκτός από την οικονομική αφαίμαξη, κάποια από τα αντικείμενα απαιτούσαν και πολλή προσωπική εργασία, π.χ. τα κεντήματα με ψιλοβελονιά, τα πλεκτά ή τα υφαντά στον αργαλειό. Η προίκα υπό μορφή περιουσιακών στοιχείων μπορεί και να έλειπε από κάποια κοπέλα, τα προικιά, όμως, έστω και λιγότερα, δεν έλειπαν από καμιά νύφη κατά το γάμο της.
Και βέβαια, αφού προσκληθήκαμε, θεώρησα απαραίτητη την παρουσία μου μαζί με τη μητέρα μου στην επίδειξη, αν και ήμουν σε ηλικία που το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το παιχνίδι. Αγοράσαμε και το δώρο, ένα σερβίτσιο φλυτζανάκια του καφέ, βάλαμε το όνομά μας και πήγαμε να θαυμάσουμε τα προικιά της Φωτούλας.
Η μελλόνυμφη, βοηθούμενη και από τις φίλες της, μέρες πριν είχαν πλύνει και είχαν καλοσιδερώσει τα πάντα και να, τώρα, σε ένα δωμάτιο του σπιτιού απλωμένα με τάξη και κατά είδος πάνω σε τραπέζια γύρω γύρω. Σεντόνια με δαντέλες και κεντήματα, κάτασπρα, δώδεκα πάντα τον αριθμό, διπλωμένα στη σειρά με τρόπο ώστε να φαίνεται το κέντημα, και πλάι οι μαξιλαροθήκες. Δίπλα τα τραπεζομάντηλα φαγητού με τις πετσέτες τους, αλλού έξι, αλλού δώδεκα, και παραδίπλα άλλα τραπεζομάντηλα, φιγούρας, όπως τα έλεγαν, γιατί ήταν με δεντέλες και κεντήματα. Μετά σειρά είχαν οι πετσέτες. Κάποιες είχαν το μονόγραμμα Φ και κάποιες άλλες, προφανώς πιο πρόσφατες, δύο μονογράμματα, Φ και Ν, από το όνομα του γαμπρού.
Πάνω από τα τραπέζια σε σχοινάκια από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη κρέμονταν απλωμένα τα σεμέν και τα καρέ, όλα με ψιλοβελονιά, με πολύ γεμάτα σχέδια, έργα τέχνης, για τα οποία η υποψήφια νύφη δαπάνησε χρόνια για να τα φτιάξει. Δεν έλειπαν ούτε τα εσώρουχα του γαμπρού και της νύφης, καθώς και οι πυζάμες και τα όμορφα νυχτικάκια σεταρισμένα με τις ρόμπες.
Πάνω σε ένα μπαούλο, προς το τέλος της κυκλικής διαδρομής, ήταν ο γούκος: διπλωμένα και επανωτισμένα με απόλυτη στοίχιση οι φλοκάτες, οι κουρελούδες, οι καρπέτες και οι κουβέρτες. Και στην κορυφή το πάπλωμα, σε ροζ μεταξωτό ύφασμα. Τέλος, σε περίοπτη θέση κρεμόταν από το ταβάνι το κατάλευκο νυφικό.
Ήταν κάτι σαν έκθεση χειροτεχνίας, πολύ όμορφο το θέαμα. Η κάθε αγορά ενός εκάστου και η κάθε βελονιά έκρυβε πίσω της τους πόθους του κοριτσιού για τον πρίγκιπά της, τα όνειρα, τον έρωτα ίσως, που τώρα όλα αυτά έπαιρναν σάρκα και οστά και προοιωνίζονταν μια καλύτερη ζωή…
Η Φωτούλα, ντυμένη όμορφα, με παντοφλάκια με πουπουλένιες φουντίτσες – τα παπούτσια θα κούραζαν τα πόδια της – καλοδεχόταν τον κόσμο που ερχόταν προσφέροντας από τη γυάλινη φοντανιέρα δύο κουφέτα, όχι ένα, ο αριθμός έπρεπε να είναι ζυγός. Παράλληλα εξηγούσε τι ήταν το κάθε κομμάτι της προίκας, από πού πήρε το σχέδιο του σεμέν, πόσο χρόνο έκανε για να το τελειώσει και τέτοια. Αφού τελείωσε η περιήγηση, πήγαμε στο σαλόνι για το επίσημο κέρασμα, πρώτα το λικέρ και μετά το φοντάν, ευχόμενοι βίον ανθόσπαρτον.
Το Σάββατο η προίκα έπρεπε να μεταφερθεί στο σπίτι του γαμπρού. Φορτώθηκε σε ένα φορτηγό, κάποια είδη σε μπαούλα, άλλα κρέμονταν από τα τοιχώματα της καρότσας, να τα βλέπουν οι περαστικοί. Στα καθρεφτάκια δεξιά και αριστερά του φορτηγού έδεσαν τούλια και πάνω στην καρότσα, νέοι και νέες, μαζί με τον ακκορντεονίστα του χωριού, αφού πέρασαν τραγουδώντας από όλα τα δρομάκια του χωριού, πήγαν την προίκα στο νέο σπιτικό, που συνήθως ήταν το σπίτι των γονιών του γαμπρού, εκεί θα έμενε το ζευγάρι.
Το βράδυ του Σαββάτου δυο γλέντια έλαβαν χώρα, ένα στο σπίτι του γαμπρού και ένα στο σπίτι της νύφης, γιατί, όπως επιτάσσει η παράδοση, οι μελλόνυμφοι δεν πρέπει να ιδωθούν. Η όλη διαδικασία επισφραγίστηκε την Κυριακή το απόγευμα με το γάμο και το κοινό πλέον γλέντι.
Άγνωστο παραμένει σε πόσα από τα ζευγάρια το «γλέντι» συνεχίστηκε στην πορεία της συντροφικής ζωής τους. Ανεξάρτητα, όμως, από την επιτυχία ή όχι του γάμου, το διαζύγιο ήταν μια λέξη άγνωστη, ταμπού, εκείνα τα χρόνια…