Τι όμορφα που μας έντυνε εμένα και την αδερφή μου η μαμά μας! Φουστανάκια με πιετούλες και φιόγκους στη μέση, οργαντίνες με σούρες, που μας έκαναν να φαινόμαστε σαν νεραϊδούλες, βγαλμένες από τα παραμύθια, βολανάκια, φρου φρου…

Μια μέρα που πήγε για ψώνια, μας έφερε από ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια. Πόσο τα λάτρεψα εκείνα τα παπούτσια! Πρόσφατα μας είχε ράψει κι από ένα κόκκινο φορεματάκι – πάντα μας έντυνε και τις δυο με τα ίδια ρούχα, σαν δίδυμες, αν και είχαμε διαφορά πέντε ετών. Φανταστείτε τη χαρά μου…

Το ίδιο απόγευμα φόρεσα το κόκκινο φουστανάκι και τα κόκκινα παπούτσια και γεμάτη ανυπομονησία να τα δείξω, έτρεξα στο σπίτι της αγαπημένης μου φίλης της Κικής, όλο καμάρι. Δεν περπατούσα, πετούσα. Νόμιζα ότι στο δρόμο όλοι έβλεπαν τα κόκκινα παπούτσια μου. Η Κική, μόλις έφτασα, κοίταξε με θαυμασμό τα παπουτσάκια μου, μου είπε «με γεια» και μου συνέστησε να τα βγάλω για να ανεβούμε στον επάνω όροφο του σπιτιού της να παίξουμε.

Ανεβήκαμε επάνω στο μεγάλο κρεβάτι των γονιών της και αραδιάσαμε τα παιχνίδια. Κούκλες και κομματάκια ύφασμα, που υποτίθεται ότι ήταν κουκλίστικα ρουχάκια, με τα οπία ντύναμε και ξεντύναμε τις κούκλες.

Ενώ παίζαμε ανέμελες,ακούστηκε από κάτω μια φασαρία. Ο πατέρας της Κικής, που μόλις είχε έρθει, εν εξάλλω καταστάσει φώναζε ακατανόητες φράσεις, κάτι για ότι κοκκίνισε το σπίτι, κάτι για κομμουνιστές που ήρθαν και το μόλυναν, κάτι για παλιοβουλγάρους…. Πρόσεξα ότι η Κική άρχισε να τρέμει ελαφρά, αλλά δεν έδωσα σημασία, δεν μπορούσα άλλωστε να εκλάβω το νόημα αυτών που άκουγα, ήταν ακατάληπτα για μένα λόγια…

Συνεχίσαμε το παιχνίδι λίγο ακόμη, αλλά, καθώς η ώρα περνούσε, εγώ έπρεπε να φύγω. Κατεβήκαμε στον κάτω όροφο να φορέσω τα παπούτσια μου. Όμως, τα παπούτσια μου δεν ήταν πουθενά! Άφαντα τα λατρεμένα μου παπουτσάκια, δεν ήταν στη θέση που τα άφησα! «Κική, δεν βλέπω τα παπούτσια μου, πού είναι;», ρώτησα έντρομη.

Η φίλη μου, υποψιασμένη ασφαλώς, ρώτησε τον πατέρα της αν είδε πουθενά τα κόκκινα παπουτσάκια μου. Με ύφος νικητή, ύφος ανθρώπου που αποκατέστησε την διασαλευθείσα τάξη, απάντησε θριαμβευτικά: «Τα κόκκινα παπούτσια τα πέταξα στη φωτιά! Κάηκαν! Εγώ μπολσεβίκικα πράγματα στο σπίτι μου δεν τα θέλω! Τέλος!».

Ήταν το μόνο που δεν περίμενα να ακούσω… Τα παπουτσάκια μου κάηκαν, πριν ακόμα τα χαρώ, πριν τα δείξω και στις άλλες φίλες, έγιναν παρανάλωμα, κάρβουνο… Ω, Θεέ, γιατί;… Τρόμαξα, νόμιζα ότι από στιγμή σε στιγμή αυτός ο παρανοϊκός θα με αρπάξει και μένα και θα με πετάξει στη φωτιά, αφού τόλμησα να φορέσω κόκκινα παπούτσια, έκανα αυτό το ανοσιούργημα…

Ήθελα να τρέξω, να φύγω μακριά από αυτόν τον δράκο, όπως τον έβλεπα εκείνη τη στιγμή, αλλά πώς; Ξυπόλυτη; Άρχισα να κλαίω γοερά. Ο κακούργος σφύριζε αδιάφορα. Δίπλα μου η Κικίτσα, πιο έντρομη από μένα, έφερε ένα δικό της ζευγάρι παπούτσια και μου το έδωσε να το φορέσω για να φύγω. Η καημενούλα δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε συγγνώμην από την τρομάρα και την ντροπή της.

Έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή. Το παιδικό μου μυαλουδάκι αδυνατούσε να συλλάβει το μίσος που εξακολουθούσε να εμφιλοχωρεί σε κάποιους, κατάλοιπο του μετεμφυλιοπολεμικού κλίματος, που ταλάνισε τον τόπο μας για δεκαετίες…

One thought on “Τα Κόκκινα Παπούτσια

Comments are now closed.