Το κατάστημα υποδημάτων με μια πλούσια συλλογή παπουτσιών στεκόταν αγέρωχο στη γωνία, με βιτρίνα και στους δυο δρόμους. Σε περίοπτη θέση ένα ζευγάρι μαύρα γοβάκια με χαμηλό τακουνάκι και μια μπαρέτα, ό,τι ακριβώς μπορούσε να φορέσει μια δεκατριάχρονη έφηβη, όπως εγώ… Στέκονταν εκεί και μου έγνεφαν «έλα να μας πάρεις, για σένα είμαστε εδώ». Τρεις φορές την εβδομάδα πηγαίνοντας στα Αγγλικά, περνούσα από κει. Στεκόμουν και τα κοίταζα. Τα φανταζόμουν φορεμένα στα λεπτά μου ποδαράκια , να περπατώ και να ακούω το τίκι τίκι τακ και όλοι να με θαυμάζουν…

Δεν τόλμησα ποτέ να μπω και να τα προβάρω. Η τιμή ήταν απαγορευτική, 295 δρχ., ποσό αστρονομικό για τα τότε δεδομένα, που ήξερα καλά ότι οι γονείς μου, με τη σοφή ιεράρχηση των αναγκών που πάντα έκαναν, δεν επρόκειτο να το διαθέσουν για ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα γοβάκια αυτά στοίχειωναν τον ύπνο μου, τα ήθελα όσο τίποτε άλλο, έμειναν όμως πόθος ανεκπλήρωτος, και δεν ήταν η πρώτη φορά…

Ρούχα και παπούτσια αγοράζαμε όταν μας ήταν απαραίτητα. Έπρεπε να χαλάσει το ένα ζευγάρι, για να το αντικαταστήσουμε. Φορέματα δεν χρειαζόμασταν πολλά, κυκλοφορούσαμε με τη σχολική ποδιά, σωτηρία για τους γονείς. Είχαμε μερικά πρόχειρα φορέματα και ένα καλό για γιορτές και πανηγύρεις, κι αυτό ήταν όλο. Το Πάσχα, όμως, κατ’εξαίρεση, είτε είχαμε ανάγκη είτε όχι, η γκαρνταρόμπα μας εμπλουτιζόταν με καινούργιο φόρεμα και παπούτσια! Πόση ήταν η χαρά μας… μόλις μας τα έφερναν, τα φορούσαμε κατ’ευθείαν και βγαίναμε έξω, να τα δουν οι φίλες μας. Μικροχαρές που χρωμάτιζαν τη ζωή μας και οι γονείς μας χαίρονταν με τη χαρά μας. Ικανοποιούμασταν με τα λίγα, μια μπλούζα που μας έπλεξε η μαμά, ένα σκουφάκι από τα χέρια της γιαγιάς.

Σήμερα, όμως… Αναρωτηθήκαμε ποτέ αν μας ήταν απαραίτητα όλα αυτά που αγοράσαμε πρόσφατα; Οι ντουλάπες μας σφύζουν από ρούχα, τα παπούτσια μας κάλλιστα θα μπορούσαν να γεμίσουν μια βιτρίνα καταστήματος. Δεν ψωνίζουμε γιατί χρειαζόμαστε κάτι, απλώς ψωνίζουμε για τη χαρά των αγορών. Μια εξαγορασμένη αίσθηση στιγμιαίας ευφορίας. Ειδικότερα, όταν δεν νιώθουμε καλά ψυχολογικά, έτοιμη η πρόφαση και η δικαιολογία ως αντίδοτο στο ψυχοπλάκωμα: shopping therapy. Μόνο που ο άκρατος καταναλωτισμός , όπως διατείνονται οι ψυχολόγοι, λειτουργεί όπως ακριβώς ένα παυσίπονο. Ανακουφίζει μεν στιγμιαία, δεν θεραπεύει, όμως, την αιτία του πόνου.

Εγώ, προσωπικά ον αρκετά έως πολύ καταναλωτικό, έμεινα άναυδη, όταν, τώρα με την πανδημία και την απομόνωση, έβλεπα στην τηλεόραση γυναίκες να αγοράζουν μποτάκια (πού θα τα φορέσουν, αφού όλα δείχνουν ότι προς το καλοκαίρι θα ξαναβγούμε), να αγοράζουν φορέματα (σε ποιο «ρεβεγιόν», για το οποίο τόση φασαρία έγινε, θα εμφανιστούν;), να τα αγοράζουν λοιπόν όλα αυτά με τη μέθοδο του click away, προσπαθώντας μάλιστα να τα προβάρουν λάθρα σε παρακείμενα κτήρια!!!

Δεν ξέρω σε ποια κατηγορία εμπίπτει η ακαταλόγιστη αυτή συμπεριφορά, αυτό είναι θέμα των ψυχολόγων, νομίζω όμως ότι το shopping therapy δεν είναι αρκετό να τη συμπεριλάβει…