Ένα ήταν το άγχος της μητέρας μου όταν επρόκειτο να πάμε διακοπές: να μην αρρωστήσουμε από μεταδοτική παιδική αρρώστια. Και δυο στις τρεις φορές πότε η μία πότε η άλλη το παθαίναμε…

Η πρώτη φορά που θυμάμαι είναι όταν εγώ ήμουνέξι και η αδερφή μου ενός. Παραθερίζαμε στο βουνό, για να ανοίξει η όρεξή μας, όταν η μητέρα μου παρατήρησε ότι είχα ελαφρό πυρετό, αλλά κυρίως κάποιες φυσαλίδες στον κορμό και το πρόσωπο, που με έκαναν να ξύνομαι συνεχώς. Γιατρός δεν υπήρχε, αλλά τόσο η ίδια η μητέρα μου, όσο και οι άλλες γυναίκες αποφάνθηκαν ότι πρόκειται μάλλον για ανεμοβλογιά και έπρεπε να απομακρυνθώ αμέσως από εκεί, για να μην κολλήσω και τα άλλα παιδιά και κυρίως την αδερφή μου, που ήταν μωρό. Έτσι, η μητέρα μου με πήρε, κατεβήκαμε στο χωριό και προς αντικατάστασή της πήγε η γιαγιά μου, για να προσέχει την αδερφή μου. Μετά από μια εβδομάδα επιστρέψαμε και συνεχίσαμε τις διακοπές.

Μερικά χρόνια αργότερα, πάλι στο βουνό, αρρώστησε η αδερφή μου από κοκκύτη. Ήμασταν στη δεύτερη εβδομάδα των διακοπών, όταν η αδερφή μου παρουσίασε, μεσούντος του καλοκαιριού, καταρροή και ήπιο βήχα στην αρχή, που γρήγορα έγινε παροξυσμός. Και πάλι τα ίδια. Η μητέρα την πήρε αμέσως, άλλωστε δεν ήταν επιθυμητή στο περιβάλλον, για το φόβο των Ιουδαίων, και έγινε η αντικατάσταση από τη γιαγιά, μέχρι το τέλος των διακοπών.

Τρίτη φορά, στη θάλασσα,στον Σταυρό. Παρωτίτιδα (γνωστότερη ως μαγουλάδες). Και να το πρήξιμο στο λαιμό, πυρετός, δυσκαταποσία… Και πάλι άρον άρον φύγαμε με τη μητέρα, αφήνοντας στο πόδι της τη γιαγιά με την αδερφή μου και την ξαδέρφη μας την Τασούλα, που ήταν κι αυτή μαζί μας. Τι κρίμα… Κι ό,τι είχα αρχίσει να μαθαίνω κολύμπι… Είχα κάνει παρέες με τα παιδιά του Σταυρού, περνούσαμε πολύ ωραία… Η άτακτη φυγή μας μου στοίχισε πολύ.

Το κακό είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις αρρωσταίναμε από μεταδοτικές ασθένειες, άρα έπρεπε να προφυλάξουμε και τα άλλα παιδιά, γι’αυτό και πάντα, έχοντας η μητέρα μας υψηλό το αίσθημα ευθύνης, μας απομάκρυνε. Τόσο, που η καημένη λίγες φορές έκανε πλήρεις διακοπές, τις περισσότερες φορές η γιαγιά ήταν εκείνη που παραθέριζε.

Φυσικά, «άσφαιρες» διακοπές δεν είχαμε ποτέ. Ακόμα κι όταν δεν αρρωσταίναμε από μεταδοτικά νοσήματα, η αμυγδαλίτιδα δεν έλειπε. Λίγο τα παγωτά, λίγο που τρέχαμε και ιδρώναμε, αμέσως οι αμυγδαλές έδιναν σήμα ζωής με κάτι σαραντάρια… Οι αμυγδαλές (τα λαιμά, όπως συνήθως λέγαμε), συνέχισαν να με ταλαιπωρούν σε όλη την εφηβεία. Κυρίως κατά τη διάρκεια των εξετάσεων δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανεβάσω πυρετό, 39-40, με αποτέλεσμα να δίνω στο τέλος των εξετάσεων μόνη μου τα μαθήματα στα οποία έλειπα. Το γεγονός αυτό είχε θορυβήσει πολύ τη μητέρα μου, που φοβούμενη μήπως αρρωστήσω και κατά τη διάρκεια των εισαγωγικών για το πανεπιστήμιο εξετάσεων, αποφάσισε λίγους μήνες νωρίτερα να απαλλαγώ από το βραχνά των αμυγδαλών και να χειρουργηθώ. Ήταν μια πολύ σωστή απόφαση, κρίνοντας εκ των υστέρων, γιατί έκτοτε βρήκα την υγειά μου, σπάνια ανέβασα τόσο υψηλό πυρετό. Και βέβαια μπορούσα να τρώω χωρίς φόβο όσα παγωτά ήθελα.

Όταν αργότερα έγινα κι εγώ μάνα και έβλεπα τα παιδιά μου να αρρωσταίνουν και στενοχωριόμουν, η μητέρα μου είχε την «καραμέλα» έτοιμη στο στόμα: «Εμείς πώς σας μεγαλώσαμε; Με ρωτάς εμένα αν ποτέ έκανα διακοπές εξ αιτίας σας;»…