Αναμνήσεις από την ημέρα του σεισμού
20 Ιουνίου 1978
Αν κάποιος πριν από τις 11 το βράδυ της 20ής Ιουνίου 1978 έλεγε ότι μια πόλη 700.000 κατοίκων σαν τη Θεσσαλονίκη από τη μια στιγμή στην άλλη θα άλλαζε όψη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «δήλωση» αυτή θα φαινόταν τουλάχιστον αστεία. Οι περισσότεροι θα γελούσαν με τις «φαντασιώσεις» αυτές, μερικοί φοβητσιάρηδες θα το σκέφτονταν λίγο, μια και από μήνες τώρα η Θεσσαλονίκη κουνιόταν ελαφρώς κάτω από τα πόδια μας, αλλά και αυτοί γρήγορα θα έδιωχναν τέτοιες μακάβριες σκέψεις από το μυαλό τους. Κανένας όμως δεν θα πίστευε ότι για ένα καλοκαίρι η πόλη αυτή θα έδιωχνε έντρομο τον πληθυσμό της, θα ματαίωνε τα σχέδια πολλών και θα έδινε καίριο πλήγμα στην οικονομία του κράτους. Και όμως, αυτό ακριβώς έγινε. Όσοι έζησαν τις τραγικές στιγμές της βραδιάς της 20ής Ιουνίου είναι σε θέση να τις περιγράψουν. Και όσοι θρήνησαν αγαπημένα πρόσωπα, ακόμη περισσότερο.
20 Ιουνίου 1978, κάπου γύρω στις 11 το βράδυ. Αμέριμνοι οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς, καθηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις, παρακολουθούν τον ποδοσφαιρικό αγώνα ή αγωνιούν μαζί με τον Φούντα σε μια ακόμη επιχείρηση στο άλλο κανάλι. Κι εκεί που το ενδιαφέρον των τηλεθεατών και στα δυο κανάλια βρισκόταν στο αποκορύφωμα, ένα ισχυρότατο τράνταγμα συνοδευόμενο από δυνατή βοή τους έκανε να πεταχτούν έντρομοι από τις θέσεις τους και όπως - όπως να βγουν στους δρόμους. Συγχρόνως, σύννεφα σκόνης από σοβάδες και μαρκίζες, που έπεφταν από τα σπίτια, κάλυψαν την ατμόσφαιρα, ενώ φωνές τρόμου και απόγνωσης ακούγονταν παντού. Πότε κιόλας με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα ο κόσμος γέμισε τα πάρκα και τις πλατείες! Πότε πρόλαβε να δημιουργηθεί το μποτιλιάρισμα στους δρόμους από τα αυτοκίνητα που κορνάριζαν ασταμάτητα! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Μια πολυκατοικία που έθαψε στα συντρίμμια της 40 ζωές, μερικοί καρδιακοί που δεν άντεξαν το σοκ, καταστροφές σε μονοκατοικίες και πολυκατοικίες ήταν ο απολογισμός του ισχυρού σεισμού των 6,5 Ρίχτερ. Το δράμα όμως της πόλης του Αγίου Δημητρίου δεν σταμάτησε εδώ. Τώρα αρχίζει η ταλαιπωρία, η αγωνία, η αβεβαιότητα. Δραματικές εκκλήσεις για αγνοούμενους, έρημοι δρόμοι, κλειστά τα περισσότερα καταστήματα, ερμητικά κλεισμένα και θεοσκότεινα τα διαμερίσματα. Ο Εγκέλαδος είχε κάνει το θαύμα του. Λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να αλλάξουν το ρυθμό της πόλης για ένα καλοκαίρι, μιας πόλης που έσφυζε από ζωή. Ένιωθες πάνω σου βαριά τη σκιά του αόρατου εχθρού, του Εγκέλαδου, και δεν ήξερες αν θα ξαναχτυπήσει και πότε. Δρόμοι που άλλοτε ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από αυτοκίνητα, τώρα έχασκαν άδειοι, ελάχιστοι οι διαβάτες,κι αυτοί με προφύλαξη στη μέση του δρόμου, όχι κάτω από υπόστεγα, με κουβέρτες υπό μάλης έτρεχαν προς τους ανοιχτούς χώρους. Τα σημειώματα στις εισόδους των πολυκατοικιών έδιναν και έπαιρναν. « Σοφία, βρισκόμαστε στο πάρκο του Στρατηγείου. Έλα γιατί ανησυχούμε».
Κάπου - κάπου άνοιγε βιαστικά κάποιο παραθυρόφυλλο και κάποιος πονόψυχος έριχνε λίγο νερό στα λουλούδια. Είναι κρίμα να ξεραθούν… Μοναδικές οάσεις στην έρημη αυτή πόλη τα πάρκα. Τα πάρκα, που τώρα είχαν άρει τις απαγορεύσεις «μην πατάτε το πράσινο» και φιλόξενα πρόσφεραν άσυλο στις χιλιάδες των σεισμόπληκτων. Σε ελάχιστο χρόνο σκηνές, πρόχειρες καλύβες με σύρματα και ξύλα, καλυμμένα με κουβέρτες ή νάυλον, αντικατέστησαν τα άνετα διαμερίσματα. Σε έναν καταυλισμό συνέβησαν γεννητούρια, σε άλλον έγινε γάμος. Η ζωή συνεχίζεται… Οργανωμένες επιτροπές ανέλαβαν το θέμα της καθαριότητας, της υγείας, της ψυχαγωγίας των παιδιών.
Μέσα σε λίγες μέρες τα σπίτια είχαν ελεγχθεί και μαρκαριστεί. Πράσινο, κίτρινο, κόκκινο. Ποιος όμως είχε το θάρρος να μείνει μέσα, ούτε καν και σ´αυτά που είχαν πράσινη ένδειξη.
« Το σπίτι μας έχει πράσινο, αλλά φοβόμαστε να μείνουμε». «Εμάς κόκκινο, έχει σπάσει το αντισεισμικό τοιχίο και είναι επικίνδυνο, ξέρεις…». Όλοι, και η τελευταία νοικοκυρά, είχαν γίνει εξπέρ σ´ό,τι αφορά τους σεισμούς, τα Ρίχτερ, τους νόμους στατικής.
Το Σεπτέμβριο η Θεσσαλονίκη άρχισε να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα πληγωμένα σπίτια, η Έκθεση ξαναλειτούργησε και ο σεισμός του καλοκαιριού έχει μείνει ανάμνηση.
Τι να πούμε, παρά μόνο να επαναλάβουμε την ευχή που ειπώθηκε τόσες φορές από χιλιάδες στόματα. Άλλο κακό να μη μας βρει…
Σημ. Το κείμενο αυτό το έγραψα εκείνη την εποχή για κάποιο περιοδικό και το αναδημοσιεύω αυτούσιο.